Οι δασικοί χάρτες πρέπει να προχωρήσουν προς όφελος της κοινωνίας και του περιβάλλοντος και όχι των μεγαλοκατασκευαστών-μεγαλοκαταπατητών

Σχεδόν 20 χρόνια μετά τη θεσμοθέτησή τους και εφτά χρόνια μετά την πανηγυρική και ουσιαστικά πιλοτική πρώτη ανάρτηση, οι δασικοί χάρτες αναρτήθηκαν μαζικά από τις δασικές υπηρεσίες για το 35% σχεδόν της χώρας. Ένα ζητούμενο ετών δείχνει να τελεσφορεί διχάζοντας όμως την κοινωνία καθώς μας φέρνει ενώπιος ενωπίω με όλα όσα το ελληνικό κράτος από τη σύστασή του, κουκούλωνε ή ανεχόταν σε ό,τι αφορά τις χρήσεις γης.

Οι δασικοί χάρτες προέκυψαν αρχικά ως προαπαιτούμενο του Εθνικού Κτηματολογίου. Ενώ με τον 998/79 υπήρχε η δέσμευση για τη δημιουργία Δασολογίου, με την θεσμοθέτηση του Εθνικού Κτηματολογίου, το Δασολόγιο φάνηκε περιττό και στη θέση του θεσμοθετήθηκαν οι Δασικοί Χάρτες ως μια κατ’ αρχάς οριοθέτηση των δασικών εν γένει οικοσυστημάτων, προκειμένου στα πλαίσια αυτά να ληφθούν υπόψη ως ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου.

Οι δασικοί χάρτες θα κατέγραφαν (και αυτό κάνουν) κατ’ επιταγή των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος, τα δάση και τις δασικές εκτάσεις που υπάρχουν και που οποτεδήποτε στο παρελθόν υπήρξαν. Ειδικά το άρθρο 117 του συντάγματος δεν αφήνει κανένα περιθώριο ερμηνείας αφού αναφέρει ρητά ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις δεν χάνουν τον χαρακτήρα τους και υποχρεωτικά κηρύσσονται αναδασωτέα εφόσον καταστράφηκαν (προ του 1975) ή καταστρέφονται (οποτεδήποτε στο μέλλον) δίνοντας ουσιαστικά στην ισχύ του αναδρομικότητα για τα δάση που κάηκαν ή αποψιλώθηκαν στο παρελθόν, προφανώς αναγνωρίζοντας τότε, στο μακρινό 1975, την άναρχη και περιβαλλοντικά επιζήμια καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος των προηγούμενων δεκαετιών, ειδικά πέριξ των ταχέως αναπτυσσόμενων αστικών κέντρων.

Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που τόσο για τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης όσο και για τη σύνταξη των δασικών χαρτών, λαμβάνονται υπόψη τα παλαιότερα στοιχεία που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι η αεροφωτογράφηση της χώρας το 1945 ενώ εξαίρεση αποτελεί η Αττική που αεροφωτογραφήθηκε ήδη από το 1937. Πολλές προσπάθειες έγιναν κατά το παρελθόν τόσο στα πλαίσια συνταγματικής αναθεώρησης όσο και με νομοθετικές πρωτοβουλίες ώστε να μετατεθεί η χρονιά-κλειδί. Άλλοι προτείνουν το 1975 ως έτος ισχύος Συντάγματος, αποκρύπτοντας ή αγνοώντας ότι το ίδιο το Σύνταγμα τότε ήθελε να προστατέψει και τα δάση που ήδη είχαν καταστραφεί. Άλλοι προκρίνουν το 1960 για να φανούν περιβαλλοντικά πιο ευαίσθητοι. Άλλοι δεν θα είχαν αντίρρηση να τεθεί ορόσημο το 2017 και κάθε χρόνο να μετατίθεται απλώς δεν το ομολογούν ευθέως.

Οι παραπάνω προσπάθειες έβρισκαν πάντα σθεναρή αντίσταση στο οικολογικό και εργατικό κίνημα και ακριβώς γι΄ αυτό δεν τελεσφόρησαν. Είναι γεγονός ότι καθώς στην πορεία του χρόνου, διάφορες εκτάσεις αλλάζουν χρήση όσο αλλάζουν και οι συνθήκες, η αναφορά στις αεροφωτογραφίες του 1945, μπορεί να δημιουργεί προβλήματα σε ορισμένους αγρότες. Αντίστοιχα προβλήματα ωστόσο είναι πιθανό ότι θα δημιουργούσε σε άλλους, η χρήση των αεροφωτογραφιών π.χ. του 1960 ή του 1975.

Σε κάθε περίπτωση τα δασικά οικοσυστήματα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του φυσικού περιβάλλοντος. Θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων με μια δασική πολιτική που θα εξασφάλιζε την ολοκληρωμένη προστασία, την οικολογική τους ανόρθωση και τη διαχείρισή τους ως βασικού τομέα της πρωτογενούς παραγωγής, την αειφορία που είναι σε αντίθετη κατεύθυνση με την «προσαρμογή των δασών στην οικονομία της αγοράς» και την ιδιωτικοποίησή τους.

Ο καθρέφτης της φύσης, της κοινωνίας και των πολιτικών επιλογών

Η πραγματικότητα είναι ότι οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες αλλάζουν στην πορεία του χρόνου και με τον ίδιο τρόπο ο άνθρωπος αλλάζει και ό,τι τον περιβάλλει. Ανάλογη δυναμική επιδεικνύει όμως και η φύση. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με ακρίβεια την ελληνική φύση πριν τον πόλεμο αλλά μάλλον ακούγεται λογικό ότι μετά και τον εμφύλιο, ορεινά χωριά εγκαταλείφθηκαν και μαζί με αυτά εγκαταλείφθηκε η αγροτική εκμετάλλευση των γύρω εκτάσεων. Αυτές οι εκτάσεις σήμερα είναι δάση 50-60 ετών που ενδεχομένως να βρίσκονται και σε καθεστώς δασοπονικής διαχείρισης. Αντίθετα, σε περιοχές που η αγροτική εκμετάλλευση ήταν πιο προσοδοφόρα, είτε μέσω αναδασμών και διανομών είτε και αυθαίρετα, οι καλλιέργειες επεκτάθηκαν επί δασικών εδαφών, αλλάζοντας έτσι το τοπίο και τη χρήση του μέχρι σήμερα. Η πορεία αυτή δεν είναι σε καμία περίπτωση γραμμική και μια ανατροπή στο σημερινό κοινωνικό και οικονομικό status μπορούμε να εικάσουμε ότι θα επιφέρει νέες αλλαγές προς κάθε κατεύθυνση στα επόμενα 50 χρόνια.

Ωστόσο κάθε παθογένεια του πελατειακού κράτους που οικοδομήθηκε τα προηγούμενα χρόνια, καθρεφτίζεται στους δασικούς χάρτες. Καταπατήσεις, μισοτελειωμένες παραχωρήσεις που τυπικά θα έπρεπε να έχουν ανακληθεί, καθαρισμοί αγρών χωρίς άδεια, συμβόλαια με υπεύθυνη δήλωση αντί για πράξη χαρακτηρισμού για τον δασικό χαρακτήρα, χρόνια ατολμία επίλυσης του θέματος των δασωμένων αγρών, ανταλλάξιμα κτήματα χαμένα στον δαίδαλο της γραφειοκρατίας, ολόκληρες περιοχές της χώρας χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας, αποκατάσταση προσφύγων επί δασικών εδαφών αλλά και αυθαίρετη δόμηση, παραθεριστικοί οικοδομικοί συνεταιρισμοί, σχέδια πόλης και όρια οικισμών εντός δασών.

Ιδιοκτησιακό καθεστώς δασικών εν γένει εκτάσεων

Ένα δεύτερο ζήτημα που ανακύπτει με αφορμή τη μορφή μιας έκτασης (δασική ή μη) είναι η αμφισβήτηση επί της ιδιοκτησίας[1]. Κατά το οθωμανικό δίκαιο η γη ανήκει στο Θεό και εκπρόσωπος αυτού είναι ο Σουλτάνος. Ως εκ τούτου πρακτικά δεν υπήρχε ατομική ιδιοκτησία επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πλην εξαιρέσεων, παρά μόνο εξουσίαση και επικαρπία. Το Ελληνικό κράτος ως διάδοχο του οθωμανικού και μάλιστα μετά από εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, κληρονόμησε ως δημόσια τη γη. Το πώς η αγροτική γη ήρθε στα χέρια των ανθρώπων που την καλλιεργούσαν δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Αυτό που πρέπει να τονιστεί όμως είναι ότι τα Ελληνικά δάση και οι δασικές και άλλες ακαλλιέργητες εκτάσεις, συνεχίζουν να θεωρούνται κατά τεκμήριο δημόσιες καθώς οι διάφορες δασοπονικές χρήσεις (ρητίνευση, ξύλευση, βοσκή κλπ) δεν αποτελούν νομή και κατοχή.

Με βάσει τα παραπάνω και γι’ αυτό από την αρχή τονίσαμε ότι οι δασικοί χάρτες, προέκυψαν ως «υποέργο» του Εθνικού Κτηματολογίου, για οποιαδήποτε έκταση εμφανίζεται ως δασική, εγείρεται αμφισβήτηση της κυριότητας όποιου την κατέχει και απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση.  Εξάλλου είναι γνωστό ότι ήδη από το 1915 δεν υπάρχει χρησικτησία έναντι του Δημοσίου. Δηλαδή δεν μπορεί κανείς να γίνει κύριος δημόσιας έκτασης απλώς και μόνο επειδή την κατείχε ενώ το δημόσιο αγρόν ηγόραζε.

Ωστόσο από το 1915 μέχρι σήμερα και αφού το δημόσιο έπρεπε να περιμένει έναν αιώνα ώστε να οριοθετήσει τα δάση και την ιδιοκτησία του, οι πολίτες νέμονταν εκτάσεις, συχνά καλή τη πίστη, κληροδοτούσαν τις εκτάσεις αυτές, τις μεταβίβαζαν, προικοδοτούσαν τις κόρες και γενικά αντιμετώπιζαν τις εκτάσεις ως ιδιοκτησία τους. Συμβολαιογράφοι, υποθηκοφύλακες, δημόσιες αρχές, κανείς δεν αμφισβήτησε αυτό τους το δικαίωμα μέχρι πολύ πρόσφατα. Η αποκάλυψη της πραγματικότητας, ότι δηλαδή η έκταση που θεωρούσε κανείς ως κληρονομιά από τον παππού του, μάλλον ουδέποτε ήταν του παππού του ο οποίος απλώς έβοσκε εκεί τα ζώα του ή είχε τα μελίσσια του, είναι πράγματι συνταρακτική. Και οι ευθύνες του κράτους στο γεγονός ότι αυτή η πραγματικότητα έμενε κρυμμένη, τόσο απέναντι στους πολίτες όσο και απέναντι στη δημόσια περιουσία, είναι τεράστια.

Γιατί τώρα;

Οι δασικοί χάρτες δεν είναι και δεν θα πρέπει να γίνονται αντιληπτοί ως τίποτα περισσότερο από τους χάρτες εκείνους που αποτυπώνουν αυτές ακριβώς τις αλλαγές στις χρήσεις της γης, επικεντρώνοντας στη δασική γη. Οι δασικοί χάρτες δεν είναι το πρόβλημα ούτε και η λύση του. Είναι η καταγραφή του προβλήματος ώστε να έχει η κοινωνία και το κράτος τα δεδομένα για να προτείνει στη συνέχεια τη βέλτιστη λύση που θα ισορροπεί ανάμεσα στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και τις κοινωνικές ανάγκες. Μια ιδιαίτερα δυσεπίλυτη συνάρτηση ομολογουμένως.

Ωστόσο για δεκαετίες, οι πολιτικές ηγεσίες επέλεγαν να κρύβουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Το πολιτικό κόστος από την κύρωση των δασικών χαρτών φάνταζε ανυπολόγιστο. Αποδεχόμενοι τις καταπατήσεις και παράνομες εκχερσώσεις και οικοπεδοποιήσεις, θα είχαν απέναντι το οικολογικό κίνημα. Ανταποκρινόμενοι στις συνταγματικές επιταγές και στη νομολογία του ΣτΕ θα είχαν απέναντι τους υπόλοιπους. Η μηδενική λύση φαινόταν η πλέον ενδεδειγμένη.

Αυτή η μηδενική λύση όμως δεν μπορούσε να είναι μια διακηρυγμένη λύση. Η αποδιοργάνωση και αποστελέχωση της Δασικής Υπηρεσίας, η εκχώρηση της αρμοδιότητας στην Κτηματολόγιο ΑΕ, η συνεχόμενη αναμόρφωση της νομοθεσίας ακόμα και η εκκρεμότητα στο ΣτΕ της εκδίκασης της συνταγματικότητας του ορισμού του δάσους του Ν. 3208/03, αξιοποιήθηκαν ώστε να μην αναρτώνται για χρόνια δασικοί χάρτες.

Παρόλα αυτά δασικοί χάρτες καταρτίζονταν αλλά έμεναν στα συρτάρια. Αφενός για να διασκεδάζονται οι εντυπώσεις από την απροθυμία κύρωσης δασικών χαρτών κι αφετέρου για να μοιράζεται δημόσιο χρήμα σε μεγάλα μελετητικά γραφεία που χωρίς αυτό δεν θα ήταν καθόλου μεγάλα και πιθανόν να μην ήταν και καθόλου γραφεία. Εξάλλου ο αποδιοπομπαίος τράγος υπήρχε για όσους επέμεναν. Οι δασικές υπηρεσίες φταίνε που δεν έχουμε χάρτες γιατί είναι ανίκανες και διεφθαρμένες. Όποτε ένας υπουργός ήθελε να απεκδυθεί τις ευθύνες του ή ένας μελετητής να πάρει μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας, οι γνωστές δημοσιογραφικές πένες και τα μικρόφωνα αναλάμβαναν τη δουλειά.

Όλα αυτά, ώσπου ήρθε η Τρόικα και επέβαλλε τους δασικούς χάρτες, προσεγγίζοντας το θέμα με τελείως διαφορετικό τρόπο. Εξάλλου, το οικολογικό προφίλ των δανειστών είναι ανάγλυφα αποτυπωμένο στη μνημονιακή νομοθεσία (Ν. 4280/14) με την οποία άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες για «αξιοποίηση» ακόμα και των δημόσιων δασών προς όφελος μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων στον τομέα του τουρισμού, του «real estate», της ενέργειας κ.ά. Αλλά και για την έγνοια τους για τους μικρομεσαίους αγρότες και γενικότερα, για το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, δεν υπάρχει καμία αυταπάτη. Η Τρόικα απλώς θέλει ένα «καθαρό» κτηματολόγιο και γενικά ένα καθαρό τοπίο για τους «επενδυτές», περιορίζοντας αυτό που ονομάζεται γραφειοκρατικό κόστος. Το εργασιακό έχει ήδη περιοριστεί στα μη περαιτέρω.

Γιατί έτσι;

Ο δασικός χάρτης θεσμοθετήθηκε ως μια λεπτομερής μεν οριοθέτηση δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων, με μόνο δε κριτήριο την βλάστηση αγνοώντας τις αλλαγές που επήλθαν με νόμιμο τρόπο στη χρήση της έκτασης και αυτή η προσέγγιση αποδεικνύεται προβληματική. Το Δασολόγιο το οποίο θα αποτύπωνε πληρέστερα τις εκτάσεις που υπάγονται στο ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς της δασικής νομοθεσίας και του Συντάγματος, θυσιάστηκε μιας και θεωρήθηκε ότι δασικοί χάρτες και κτηματολόγιο θα είχαν την απαιτούμενη συνέργεια και εν πάση περιπτώσει, οι δασικοί χάρτες είναι μια κατ’ αρχάς οριοθέτηση, το Δασολόγιο είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο και θα τα τακτοποιήσει όλα εν καιρώ.

Πέραν του προφανούς για τον κακόπιστο, ότι με τη διάσπαση του αντικειμένου δημιουργείται «ύλη» για τα μελετητικά γραφεία και για τα επόμενα 20-30 χρόνια, η προσέγγιση αυτή θα είχε μια λογική εφόσον το Κτηματολόγιο θα είχε ολοκληρωθεί κι αυτό εγκαίρως. Σήμερα όμως δεν μπορούμε να μείνουμε σε αυτό που είχαμε κατά νου πριν 20 χρόνια. Μετά από δύο δεκαετίες και κάμποσα εκατομμύρια ευρώ σε μελέτες δασικών χαρτών, δεν μπορούμε να συζητάμε γιατί οι δασικοί χάρτες δεν απεικονίζουν τους αναδασμούς, τις διανομές, τα σχέδια πόλης κλπ.

Από την άλλη, επιλέχθηκε η αποτύπωση και εξαίρεση από των δασικό χάρτη, των «οικιστικών πυκνώσεων», μιας έννοιας που μέχρι πέρσι δεν υπήρχε και που αποτελεί τον ευφημισμό του «οικισμού αυθαιρέτων και καταπατητών». [2] Για τις μεν οικιστικές πυκνώσεις είναι σαφές: η εξαίρεση τους είναι ο προάγγελος νομιμοποίησης όλων αυτών των κτισμάτων που ξεφύτρωσαν συνηθέστατα μετά από τις μεγάλες πυρκαγιές στην Αττική και που για τα οποία δεν υπήρξε πρωθυπουργός που να μην διακηρύξει ότι «το δάσος θα ξαναγίνει δάσος» και «τα αυθαίρετα στα δάση θα κατεδαφιστούν». Η σημερινή όμως κυβέρνηση και μάλιστα με «οικολογική» πιστοποίηση, είναι έτοιμη να αντιπαλέψει με αυτό το διαχρονικό taboo. Τα αυθαίρετα στα δάση θα νομιμοποιηθούν όπως τόσα και τόσα αυθαίρετα και επιτέλους θα επέλθει ισονομία μεταξύ των αυθαιρετούχων, των καταπατητών και όσων επιδεκτικά αγνοούσαν τους νόμους και το σύνταγμα.

Καθώς όμως δεν ήταν ώριμη η νομιμοποίηση των αυθαιρέτων στα δάση, ούτε σε πολιτικό επίπεδο, ούτε στην κοινωνία και καθώς μια τέτοια εξαγγελία θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου, οι οικιστικές πυκνώσεις απλώς στέλνουν τον δασικό χάρτη επί των εκτάσεων αυτών στις ελληνικές καλένδες, ώστε να δοθεί άλλοθι στην απροθυμία του κρατικού μηχανισμού να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες ώστε η ρήση «το δάσος θα ξαναγίνει δάσος» να βρει το νόημά της.

Οι αντιδράσεις

Κάπως έτσι το μεγάλο κεφάλαιο δεν αντιδρά στους δασικούς χάρτες καθώς έχει εξασφαλίσει μέσω της μνημονιακής νομοθεσίας ότι μπορεί να οικοδομήσει, να εγκαταστήσει βιομηχανίες, αιολικά πάρκα, κάθε λογής «επένδυση» επί δασών δημόσιων και μη. Οι δε «οικοπεδοφάγοι», όπως τους λέγαμε τη δεκαετία του ’80, επίσης δεν διαμαρτύρονται αφού μέσω των οικιστικών πυκνώσεων έχουν για την ώρα την ησυχία τους ενώ το κλείσιμο του ματιού από πλευράς κυβέρνησης είναι κάτι που ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δεν περίμεναν.

Και μένουν οι αγρότες που καλλιεργούν πρώην δασικές εκτάσεις αλλά κι εκείνοι που εγκατέλειψαν τα πατρώα εδάφη και σήμερα τα βλέπουν να χαρακτηρίζονται δάση και να αμφισβητείται η κυριότητά τους, να διαμαρτύρονται. Μέρος των διαμαρτυριών αγροτών και ενώσεων ιδιοκτητών οφείλονται στις επίπονες διαδικασίες και στο υπέρογκο κόστος, που μπορεί να μειώθηκε μεν, αλλά παραμένει βάρος στη σημερινή μνημονιακή λιτότητα. Διαμαρτυρίες που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με έναν ουσιαστικό διάλογο με τους φορείς τους αλλά και με όλους τους κοινωνικούς και επιστημονικούς φορείς που θα οδηγούσε σε διόρθωση των αστοχιών και σε χάραξη μιας πολιτικής που θα χρησιμοποιούσε τους δασικούς χάρτες σε όφελος και όχι σε βάρος της κοινωνίας.

Δια ταύτα

 Κοιτώντας προς το μέλλον και χωρίς να παραγράφουμε τις μέγιστες πολιτικές ευθύνες όσων έφεραν τα πράγματα εδώ, η διαδικασία των αναρτήσεων των δασικών χαρτών, μαζί με το Κτηματολόγιο, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως μια ευκαιρία να καταγραφούν τα προβλήματα προκειμένου να διεκδικηθούν λύσεις κοινωνικά δίκαιες που θα διασφαλίζουν τα δάση σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους. Οι δασικοί χάρτες πρέπει να προχωρήσουν στο σύνολο της χώρας και να γίνουν σωστά χωρίς οικιστικές ή πιθανές αγροτικές «πυκνώσεις».

Κοινωνικά επίδικα

Η απόδοση δασικής γης σε άλλες χρήσεις μπορεί να γίνεται για αγροτική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση, με προϋποθέσεις (όχι κατά κυριότητα αλλά κατά χρήση, σε κατ’ επάγγελμα αγρότες και κτηνοτρόφους, με χαμηλό τίμημα κλπ). Ακόμα και άνευ τιμήματος θα μπορούσε να γίνει η παραχώρηση σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, στις ειδικές συνθήκες κρίσης και φτώχειας που ζούμε σήμερα.

Από την άλλη, οι αγροί που δασώθηκαν, ειδικά στα ορεινά, δεν μπορούν να επανέλθουν σε αγροτική χρήση (μάλλον αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν). Η ανταλλαγή αυτών των εκτάσεων με άλλες δημόσιες στα πεδινά θα μπορούσε να δώσει λύση.

Επιμύθιο

Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν αποφασιστικότητα να προχωρήσει η διαδικασία των δασικών χαρτών, ψυχραιμία, διάθεση πόρων για να καταγραφούν τα προβλήματα, να αντιμετωπίζονται τα επείγοντα με ευρεία συναίνεση και διαφάνεια, χωρίς κορώνες δημαγωγίας και με τρόπο που δεν θα φαλκιδεύεται η συνέχεια. Και πάνω από όλα με ανεξαρτησία από ξένα κέντρα λήψης αποφάσεων και μνημονιακές αντιλαΪκές δεσμεύσεις.

Οι δασικοί χάρτες δεν είναι ο στόχος. Είναι το μέσον και μάλιστα όχι το μοναδικό, για την άσκηση δασικής πολιτικής και πολιτικής γης. Η ανατροπή αντιδασικών και αντιλαϊκών νόμων, η ανασυγκρότηση και στελέχωση της Δασικής Υπηρεσίας, η ενδυνάμωση των επιφορτισμένων με την προστασία του περιβάλλοντος δημόσιων αρχών, η χρηματοδότηση ανάλογων έργων και δράσεων, ο χωροταξικός σχεδιασμός είναι τα εργαλεία που θα δικαιώσουν το βασικό αίτημα της δασικής προστασίας και ενίσχυσης των δασών, που αποτελεί προϋπόθεση για τη σωτηρία του πλανήτη από την κλιματική αλλαγή και για την αειφόρο παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.


[1] Υπάρχουν ειδικά ζητήματα, όπως η εκκλησιαστική περιουσία και οι εκκλησιαστικές διεκδικήσεις αλλά και πλευρές της ιστορικής πορείας της ιδιοκτησίας στα δασικά οικοσυστήματα της Ελλάδας μετά την επανάσταση του 1821 και μαζί με τις ιδιοκτησιακές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι οποίες επηρέασαν και το καθεστώς ιδιοκτησίας του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους σε συνδυασμό με τη στάση των κυβερνήσεων από τα πρώτα χρόνια της επανάστασης του 1821 μέχρι σήμερα.

[2] Μετά τις αντιδράσεις του αγροτικού κόσμου στην Πελοπόννησο, κάποιοι σκέφτηκαν και τις «αγροτικές πυκνώσεις», αντί της ορθολογικότερης εξέτασης των αγροτικών αιτημάτων.

πηγή: http://kokkoi.gr/ 

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ

Καιρός σήμερα και πρόγνωση καιρού για κάθε περιοχή

Κοινωνικη δικτυωση