Ανδρέας Λασκαράτος : «Δύστυχε Λαέ!», 1856
Oi κατεργαραίοι σ’ εμεθήσανε καθώς μεθούν τα μελίσια και τα βάνουνε στο καλάθι…
Σ’ εμεθήσανε και σ’ εκάμανε να πιστέψης πως κάτι είσαι!
Δύστυχε λαέ!
Ξέρεις τι είσαι;
Εκείνο που είναι όλοι οι λαοί, εκείνο που εσταθήκανε οι λαοί πάντα, είσαι, θέλεις δε θέλεις, το κλοτσοσκούφι εκεινώνε που τους βαστά η ψυχή τους να σε παίζουνε.
Μπορεί να μη σ’ αρέση τούτη η αλήθεια, μα δέξου τη γιατί είναι αλήθεια.
Είναι πικρία, μα κάνει καλό.
Εσύ έχεις παράπονα εναντίον εις εκείνους οπού έως τώρα σ’ εδιοικήσανε και τώρα εβγήκανε άλλοι, οι οποίοι λέγονται φίλοι σου, και σου ζητούνε να σε διοικήσουν εκείνοι, και συ κατά το συνηθισμένο, γιατί έτσι οι λαοί κάνουνε πάντα, έτρεξες εις εδαύτους και τους ακολούθησες…
Μα ξέρεις πώς πιάνουνε τους ελέφαντας;
Πηένουνε δώδεκα στο κυνήγι, οι έξι ντυμένοι μαύρα, και οι έξι άσπρα, όντες ο ελέφαντας πέσει στο λάκκο το διορισμένονε, τότες τρέχουνε οι έξι οι μαυροφόροι, και με ξύλα μεγάλα τόνε ραβδίζουνε.
Αφού τόνε ραβδίσουνε καλά-καλά, τότες βγαίνουνε οι ασπροφόροι, οι οποίοι καμόνουνται να διόχνουνε τους μαυροφορεμένους, χαϊδέβουνε τον ελέφαντα, του βάνουνε στο στόμα ζαχαροκούλουρα, και τότε βοηθούνε να έβγη από το λάκκο.
Ο ελέφαντας τότες ακολουθάει μ’ εύγνωμοσύνη εκείνους όπου νομίζει ελευθεροτάδες του, κ’ ετούτοι τόνε φέρνουνε και τότε τόνε πουλούνε.
Άκουσες τώρα, λαέ, πως οι άνθρωποι πιάνουνε τα θηρία; Ίδες, ή δεν ίδες σε τούτην τη διήγηση την εικόνα σου;
Κανείς δεν είναι αξιοκαταφρόνητος, κανείς δεν είναι αξιογέλαστος έως ότου περιορίζεται μέσα εις τον κύκλον της ημπόρεσής του.
Μα κανείς κηόλας δεν ημπορεί να λείψη την καταφρόνηση και την καταισχύνη, όντες υπερβαίνει τα όρια του.
Εσύ λαέ, άφησες το τσαγγαρόσουβλο, το μηστρί, το βελόνι, το τσαπί, το πετραχίλι, το εργαστήρι σου, κ’ εμπήκες εις τα πολιτικά πράγματα.
Με τούτο που έκαμες σου φαίνεται πως επρόκοψες, πως αρχόντεψες, πως εκαλητέρεψες τον εαυτό σου…
Άκουσε εξεναντίας τι έπαθες:
Έως ότου σ’ εβλέπαμε να καταγίνεσαι στο εργόχειρό σου, εθαυμάζαμε την επιτηδειότητά σου, και σ’ επαινούσαμε πως μέσα σε τόσο λίγον καιρό ετελειοποίησες την τέχνη σου. (Είναι τώρα λίγος καιρός όπου, -βγάνοντας την παπαδοσύνη- όλα τα επίλοιπα εργόχειρα εκαλητερέψανε).
Όταν όμως ήλθες εις τον Καφφενέ να μιλήσεις πολιτικά πράγματα, δεν ίδαμε πουλιό σ’ εσένανε παρά ένα ψάρι, που έχασε τα νερά του, και δεν εστοχασθήκαμε πουλιό παρά πώς να σε πιάσωμε.
Ο τρόπος όπουμεταχειρίζουμάσθε είναι ο πουλιό δελεαστικός δια εσέ, επειδή σε στέλνουμε κάθε βράδι στο σπίτι σου μετά την απόδιοξη τούν Ιγγλέζωνε και με την ένωσή σου με την Ελλάδα, ενώ εμείς εις το σπίτι το δικό μας γελούμε για την απλότητά σου και έχουμε «θέατρα» κάθε φορά που σου μιλούμε για τα πολιτικά δικαιώματα με τα οποία σε φουσκώνουμε!
Εσύ, Λαέ, δεν γνωρίζεις ούτε τες αληθινές σου χρείες, ούτε τες αντικρίζουσες θεραπείες των, αλλ’ ούτε τα πρόσωπα που ήθελ’ είναι κατάλληλα να ενεργήσουνε την καλητέρεψή σου.
Επίστρεψε λοιπόν εις τες συνηθισμένες σου εργασίες εις τες οποίες εμείς δεν ημπορούμε να σε γελάσωμε και τες οποίες εχτελείς με περισσότερη τιμή, και με περισσότερο διάφορο.
Απ’ όλο τούτο το πολιτικό παιγνίδι, τι σας έμειν’ εσάς;
Η εντροπή. Τι μας έμειν’ εμάς;
Το επάγγελμα.
Ο Τόπος, εδιαφόρεψε τίποτε;
Τίποτα….
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ(1811-1901): «ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ», 1856
Ανδρέας Λασκαράτος: Αφορίστηκε από την Εκκλησία εξαιτίας των σατιρικών βελών του κατά των κληρικών
Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1 Μαΐου 1811-24 Ιουλίου 1901) ήταν αξιόλογος σατιρικός ποιητής και πεζογράφος από την Κεφαλλονιά.
Αφορίστηκε από την Εκκλησία εξαιτίας των σατιρικών βελών του κατά των κληρικών.
Ο Ανδρέας Λασκαράτος γεννήθηκε το 1811 στο Ληξούρι και συγκεκριμένα στην εξοχική τοποθεσία Ριτσάτα, σε μία περίοδο που τα Επτάνησα περνούσαν από τη γαλλική στην αγγλική προστασία.
Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε κοντά στον Νεόφυτο Βάμβα στη Σχολή του Κάστρου.
Σε ηλικία εικοσιενός ετών ο θειος του Δελαδέτσιμας τον διόρισε γραφέας στη Γερουσία στην Κέρκυρα και τον έγραψε στη Νομική Σχολή του Ιονίου Πανεπιστημίου επειδή τον πρόοριζε για δικαστή αν και ο ίδιος ο Λασκαράτος επιθυμούσε να σπουδάσει ιατρική.
Από την Κέρκυρα γύρισε στην Κεφαλλονιά και εργάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα πρωτοκολλητής του Ειρηνοδικείου.
Στη συνέχεια παραιτήθηκε και πήγε στην Πίζα και στο Παρίσι για νομικές σπουδές.
Το 1839 επέστρεψε ασκώντας μόλις για τρία χρόνια το επάγγελμα του νομικού.
Όμως ο θάνατος του πατέρα του το έκανε να ξαναασχοληθέι με τη δικηγορία λόγω κάποιων οικογενειακών υποθέσεών του, όμως η Γερουσία του αρνήθηκενα του χορηγήσει την άδεια.
Την περίοδο αυτη ταξιδεύει στην Κρήτη για να μελετήσει το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα και τα λαϊκά τραγούδια της.
Ταξιδεύει επίσης στην Αθήνα, στη Σύρο, στην Κόρινθο, στην Πάτρα, στο Μεσολόγγι. Υπήρξε μαθητής του Ανδρέα Κάλβου, ενώ γνώρισε και τον Διονύσιο Σολωμό, κάτι που ασφαλώς επηρέασε τη μετέπειτα πορεία του.
Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, ενώ είναι πιο γνωστός ως λιβελογράφος. Ήταν παντρεμένος με την Πηνελόπη Κοργιαλένειου, από γνωστή και εύπορη οικογένεια του νησιού, με την οποία απέκτησε δύο γιους και εφτά κόρες.
Εξέδωσε αρκετές σατιρικές εφημερίδες όπως ο «Λύχνος», καυτηριάζοντας αδιακρίτως την ανηθικότητα, την αδικία, την υποκρισία
.
Πολλές φορές καταφέρθηκε εναντίον των πολιτικών και της ανικανότητάς τους, ενώ πολέμησε σκληρά τις θρησκευτικές προλήψεις και δοξασίες, κυρίως δε την αυθαιρεσία της θρησκευτικής αρχής.
Στις 2 Μαρτίου 1856, ο μητροπολίτης Κεφαλλονιάς Σπυρίδωνας Κοντομίχαλος, στην αγγλοκρατούμενη τότε Κεφαλονιά, αφορίζει τον Ανδρέα Λασκαράτο λόγω του βιβλίου του «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς» και φυσικά το βιβλίο.
Ο αφορισμός είχε προαποφασιστεί και συνταχτεί νωρίτερα (φέρει την ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1856).
Ο Λασκαράτος καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά στις 16 Μαρτίου 1856 αφορίζεται και εκεί, από τον μητροπολίτη της, Νικόλαο Κοκκίνη.
Κυριότερα έργα
Κυριότερα έργα του είναι:
’’Στιχουργήματα’’,(1872)
Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς,(1872)
Ιδού ο άνθρωπος ή ανθρώπινοι χαρακτήρες’’,(1874)
Ποιήματα και ανέκδοτα,(1884)
Οι καταδρομές μου εξαιτίας του «Λύχνου»,(1888)
Απόκριση στον αφορισμό,(1908)
Αυτοβιογραφία,(1912)
Πέθανε στο Αργοστόλι, όπου διέμενε μετά από τους διωγμούς που υπέστη, στις 24 Ιουλίου 1901, αλλά το έργο του παραμένει διαχρονικό έως σήμερα.
Όσοι το έχουν μελετήσει αντιλαμβάνονται ότι ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε ιδιαίτερα μπροστά για την εποχή του και σήμερα, όσα αυτός είχε προβλέψει και επιθυμούσε είτε αλλάξει είτε να εμποδίσει, έχουν κατά κανόνα επαληθευτεί.
Ανέκδοτα περιστατικά
Στη γιορτή του, ένας γείτονάς του για να τον ειρωνευτεί του έστειλε με την υπηρέτριά του ως δώρο ένα καλάθι γεμάτο κέρατα κριαριού που πάνω είχε μια επιγραφή «Στη γιορτή σου».
Βλέποντας αυτό ο Λασκαράτος βγαίνει έξω στον κήπο του και κόβει τα ωραιότερα άνθη και τα βάζει μέσα στο ίδιο καλάθι με την επιγραφή «Ό,τι διαθέτει ο καθένας σε αφθονία δωρίζει» και τα δίνει στην υπηρέτρια λέγοντας: «Δώσε αυτά κόρη μου στον κύριό σου».
Όταν ο επίσκοπος τον αφόρισε, κάποιος πήγε να τον επισκεφθεί για να του το αναγγείλει «Τα έμαθες σιορ-Ανδρέα, ο επίσκοπος σε αφόρισε» και τότε ο Λασκαράτος του απαντά: «Ευχαριστώ τον επίσκοπο για τον αφορισμό, αλλά θα τον παρακαλούσα πολύ να μου αφορίσει και τα παπούτσια των παιδιών μου για να μη λιώσουνε οι σόλες τους και υποβάλλομαι σε έξοδα».
Εκδοθέντα έργα
Από τα έργα του μετά θάνατον έχουν εκδοθεί κατά καιρούς τα ακόλουθα:
Ποιήματα, Φέξης, Αθήνα 1916
Στοχασμοί, Γανιάρης και Σία, 1921
Ήθη, έθιμα και δοξασίες της Κεφαλλονιάς, Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1924
Αυτοβιογραφία, Δημητράκος, Αθήνα 1927
Τα παθήματά μου και οι παρατηρήσεις μου στις φυλακές της Κεφαλλονιάς, Κοντομάρης και Σία, Αθήνα 1930
Τέχνη του δημηγορείν και συγγράφειν, Κολιατσάδα, Αθήνα 1954
Ποιήματα, Μαρής, Αθήνα 1958
Άπαντα, τόμοι 1-3, Αθήνα 1959
Βιογραφικά μου ενθυμήματα, Αθήνα 1966
Ιδού ο άνθρωπος, Πάπυρος, Αθήνα 1969
Ιδού ο άνθρωπος, Ερμής 1970
Ένα ανέκδοτο ποίημα, τυπ. Κείμενα, 1976
Ποιήματα, Μαρής, Αθήνα 1976
Αυτοβιογραφία, Γνώση, Αθήνα 1983
Ιδού ο άνθρωπος, Νέος σταθμός, Αθήνα 2001
Ιστορία ενός αρχιεπισκόπου, Βερέττα, Αθήνα 2005
Reflections, translated by Simon Darragh, εκδ. «Αιώρα», Αθήνα 2015
Πηγή: enallaktikos.gr.
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 21.6.2021