Ποιο το ελληνικό τοπίο;

Ποιο το ελληνικό τοπίο;

(Μέρος 1ο)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

«Περνώντας τα χρόνια
έχουμε δέσει, έχουμε στοιχειώσει
και το τοπίο δε λέει
να χορτάσει
απαιτητικό κι αβυσσαλέο
έρχεται από μακριά
κυλάει στο αίμα μας
μας αναστατώνει
κι ό,τι λέμε λευτερωθήκαμε
μες τα υπόγεια ρεύματά του
μας έχει παρασύρει.
Κι άλλον τόπο απ’ την Ελλάδα
ούτε να τον σκεφτούμε».

(«Ο τόπος μας», Γιάννης Νεγρεπόντης)

Ξεκινώντας με τη σκέψη του πρωτοπόρου της ιδέας του ελληνικού τοπίου Περικλή Γιαννόπουλου, που λέγει ότι «η βάση της ελληνικής αισθητικής είναι η ελληνική γη», διαπιστώνουμε τη σημασία της ιδιοσυστασίας του τόπου, της ελληνικής γης εν προκειμένω, για τη θεώρησή του. Ξεκινώντας λοιπόν από το αρχέτυπο της γης διατρέχουμε την ιστορική πραγματικότητα ως αποτυπώσεις της ζωής στο χώρο, που αποδίδεται υπαρκτικά ως οντότητες που δημιουργούν, ως εικόνες που μιλούν! Ο συστάμενος έτσι σε κάθε χρονική στιγμή τόπος αποτελεί την καταγραφή της ζωής κι εντέλει της αξίας του λαού που τον κατοικεί, καθόσον ο λαός δημιουργεί στον τόπο και τον διαμορφώνει. Το τοπίο επομένως είναι απόδοση του βίου του ανθρώπου, είναι ιστορία, είναι το αποτύπωμα του λαού που ζει τον τόπο.

Έχοντας αυτή την ιδέα καταλαβαίνουμε το περισσότερο που ήθελε να πει ο Γιαννόπουλος αναφερόμενος στην ελληνική γη· ότι το ελληνικό τοπίο δηλωνόμενο στη γη του, αναφέρεται στους ανθρώπους του, αφού αυτοί πρακτούν στον τόπο και τον εξελίσσουν. Είναι μετά τούτων η αισθητική για τον τόπο απόδοση της ενέργειας των ανθρώπων του˙ είναι συνεπώς κάτι πολύ βαθύτερο της οπτικής πρόσληψης και της ευφροσύνης για τον περίγυρο που εξ αυτής προκύπτει, είναι έκφραση ψυχής, της ελληνικής ψυχής, που αποδίδεται στον τόπο με τη δημιουργία του ανθρώπου. Ο αντιλήπτορας άνθρωπος θεωρώντας στον τόπο γίνεται νοός του, αντιλαμβανόμενος το βαθύτερο νόημα της πράξης του Έλληνα σε αυτόν και τη σημασία της ως δημιουργία. Λειτουργώντας έτσι εξηγεί τον τόπο θεωρώντας το τοπίο ως παράγωγο της φυσικής κι ανθρώπινης ενέργειας, γενόμενος συνειδητός της γης. Διότι η συνείδηση για τη γη είναι απότοκο της εννόησής της στο ιστορικό, φυσικό, πολιτιστικό και κοινωνικό της βάθος· στη διαιώνια διάστασή της.

Η ευθύνη του Έλληνα για τον τόπο του είναι ευθύνη για το τοπίο και τις αξίες του, για κείνα που πρεσβεύει. Το ελληνικό τοπίο νοηματοδοτεί τον τόπο με την ιστορία του και την ενέργειά του. Είναι ευθύνη προς το τοπίο συνεπώς η συνείδηση του Έλληνα για τον τόπο, καθώς αυτός ως έντρυφός του έχει σε κάθε στιγμή υποχρέωση να λογοδοτεί στην ιστορία του για την πράξη του παράγοντας παρόν και δημιουργώντας μέλλον. Είναι τούτο μια βαριά και συγχρόνως όμορφη παρακαταθήκη, που όμως βλέπεται ως τέτοια μόνο από τον νοό απόγονο, καθώς ο δυτικός στη σκέψη νεογενής Έλλην επιδιώκει την ανάπτυξή του διά της αγνόησής του ως ελληνική οντότητα, και γι’ αυτό ισοπεδώνει το παρελθόν ή το αποξεχνά και το αποδιώχνει, έχοντας ιστορική άγνοια κι συμπεριφορά ολετήρα! Ο σεβασμός του τόπου, και παραπέρα η ανάδειξη κι εξέλιξή του, αποτελεί ανάγκη κι ευθύνη απέναντι στον πολιτισμό του λαού, στο ιστορικό γίγνεσθαι που συστήνει και χαρακτηρίζει τον τόπο, για τη βιωματική του αξία, για τα θέμελα που τον κρατούν όρθιο, και για τη συνέχειά του, που θέλει κρατήματα, βαστήγματα ζωής για να πορευτεί. Η γη «μιλά» διά της ιστορίας της, μέσα από τις εικόνες και τα βιώματα, ο τόπος σε κινεί με το ιστορικό και ζωτικό εκτόπισμά του, θέτοντάς σε προ των ευθυνών σου ώστε να μη γενείς μικρός για την αξία του και να μπορέσεις να κρατήσεις το βάρος του στην ανάλαφρη, λεπτόγεω ελληνική γη!

Λέγει πάνου σε τούτα ο «αγιογράφος» του ελληνικού τοπίου και ο εκφραστής της ελληνικής ζωής, ο Φώτης Κόντογλου, αναφερόμενος στην πατρογονική γη της Μικρα-Ασίας: «Σε κείνα τα μονοπάτια μπορεί να συναπαντηθείς καμιά φορά και με τον Τηλέμαχο, που πάγει να ‘βρει τον πατέρα του, ή με τον Λουκά και τον Κλεώπα, που τραβάνε για τους Εμμαούς…»[1]

Θέτει, με το δικό του όμορφο τρόπο, καίρια ζητήματα ως προς τα παραπάνω ο Νίκος Καζαντζάκης: «Μα για μας τους Έλληνες η πίκρα είναι διπλή, γιατί θεωρούμε τους εαυτούς μας απόγονους και θέτουμε άθελά μας το χρέος να φτάσουμε τους μεγάλους προγόνους. Κι ακόμα πιο πολύ: το χρέος κάθε γιου να ξεπεράσει τους γονέους. Τι ευτυχία να μπορούσε ο Έλληνας να σεριανίζει στην Ελλάδα χωρίς ν’ ακούει φωνές, θυμωμένες, αυστηρές, από τα χώματα! Για έναν Έλληνα όμως το ταξίδι στην Ελλάδα καταντάει γοητευτικό κι εξαντλητικό μαρτύριο· στέκεσαι σε μια πατημασιά ελληνικής γης και σε κυριεύει αγωνία: Μνήμα βαθύ, πατωσιές οι νεκροί, κι αναβαίνουν παράταιρες φωνές και κράζουν· γιατί ό,τι μένει από το νεκρό, αθάνατο, είναι η φωνή του. Ποια απ’ όλες τις φωνές να διαλέξεις; Κάθε φωνή και ψυχή, κάθε ψυχή λαχταρίζει ένα σώμα δικό της, κι η καρδιά σου ακούει, ταράζεται και διστάζει να πάρει απόφαση, γιατί συχνά οι πιο αγαπημένες ψυχές δεν είναι πάντα κι πιο άξιες».[2]

Και συνεχίζει πνοϊσμένα: «Όταν ένας Έλληνας ταξιδεύει στην Ελλάδα, το ταξίδι του μοιραία μετατρέπεται σ’ επίπονη αναζήτηση του χρέους. Πώς να γίνουμε κι εμείς άξιοι των προγόνων, πώς να συνεχίσουμε, χωρίς να την ντροπιάσουμε, την παράδοση της ράτσας μας; Μια αυστηρη ασίγαστη ευθύνη βαραίνει τους ώμους όλων των ζωντανών Ελλήνων. Ακαταμάχητη μαγική δύναμη έχει τ’ όνομα˙ όποιος γεννήθηκε στην Ελλάδα έχει το χρέος να συνεχίσει τον αιώνιο ελληνικό θρύλο. Ένα ελληνικό τοπίο δε δίνει σ’ εμάς τους Έλληνες μιαν αφιλόκερδη ανατριχίλα ωραιότητας· έχει ένα όνομα το τοπίο –το λένε Μαραθώνα, Σαλαμίνα, Ολυμπία, Θερμοπύλες, Μυστρά– συνδέεται με μιαν ανάμνηση, εδώ ντροπιαστήκαμε, εκεί δοξαστήκαμε, και μονομιάς το τοπίο μετουσιώνεται σε πολυδάκρυτη, πολυπλάνητη ιστορία. Κι όλη η ψυχή του Έλληνα προσκυνητή αναστατώνεται. Το κάθε ελληνικό τοπίο είναι τόσο ποτισμένο από ευτυχίες και δυστυχίες με παγκόσμιο αντίχτυπο, τόσο γεμάτο ανθρώπινο αγώνα, που υψώνεται σε μάθημα αυστηρό και δε μπορείς να του ξεφύγεις˙ γίνεται κραυγή, και χρέος έχεις να την ακούσεις. Αληθινά τραγική ‘ναι η θέση της Ελλάδας· βαριά πολύ η ευθύνη του σημερινού Έλληνα· απιθώνει στους ώμους μας επικίντυνο, δυσκολοεκτέλεστο χρέος…»[3]

Αυτό το χρέος του Έλληνα στ’ οποίο αναφέρεται παραπάνω ο Καζαντζάκης, αποδόθηκε πολύ εύστοχα από έναν «ξένο Έλληνα», τον Νιγηριανό συγγραφέα, σπουδαγμένο στην Ελλάδα (στην Οδοντιατριακή σχολή) και κατόπιν μόνιμο κάτοικο ΗΠΑ, τον Σαμ Τσέκουας (Sam Chekwas), ο οποίος μίλησε για το «θαύμα να νοιώθεις Έλληνας», προσδιορίζοντάς το στα πλαίσια ενός χρέους προς τη φυλή, μιας ευθύνης για τις αξίες της. Και τούτο διότι, το να νοιώθεις Έλληνας αποτελεί φτάσιμο σπουδαχτικό στον υπερούσιο σκοπό, να νοείσαι άνθρωπος· όχι κατ’ ευφημισμό, αλλά κατ’ ουσία. Ως τέτοιος έχεις αίσθηση των αξιών που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο και τον κάμνουν νοό για τα γύρα και πνοό ως δημιουργό. Το φτάσιμο συνεπώς στον άνθρωπο σημαίνει συγκρότησή σου ως Έλληνας –μεγάλη κουβέντα τούτη, μέγιστη ως ιδέα εφόσον εννοηθεί… Λέγει χαρακτηριστικά ο Τσέκουας: «Όταν μιλάω για την Ελλάδα, τα αισθήματα ξεχύνονται ποταμός μέσα μου κι εμποδίζουν τα λόγια. Δε βρίσκω λόγια να περιγράψω αυτό που νοιώθω, το τόσο δυνατό που με συνεπαίρνει και με απογειώνει, το τόσο σταθερό που έγινε ο άξονας της ζωής μου, το τόσο υπέροχο, που με κάνει να αισθάνομαι Άνθρωπος».[4]

Η έγνοια για τον τόπο και η σημασία της προστασίας του ελληνικού τοπίου εκφράστηκε παλαιότερα με την προσπάθεια του Έλληνα να κανοναρχήσει τον εαυτό του αποφαινόμενη περί της πράξεώς του σε σχέση με το τοπίο μιαν επιτροπή, η Κοσμητεία Εθνικού Τοπίου και Πόλεων. Το τοπίο εν προκειμένω προσλαμβάνει δι’ αυτής εθνικό χαρακτήρα και η προστασία του τίθεται υπό την ομπρέλα της ιδέας της ελληνικότητας, που θα την εξετάσουμε σ’ επόμενο κεφάλαιο (στο κεφάλαιο «Το ελληνικό τοπίο ως ιδέα»). Σύμφωνα με αυτή σε σχέση με το τοπίο, η Ελλάδα έχει την ιδιοτυπία των τόπων της, και εξ αυτού του λόγου έχει ιδιαιτερότητα, που απορρέει όχι μονάχα από τη φυσιογνωμία των τόπων, αλλά και από την ιστορία και τον πολιτισμό τους. Υπό την έννοια τούτη τα τοπία της είναι μοναδικά κι έχουν το προνόμιο να χαρακτηρίζονται στη βάση τούτη. Η  Κοσμητεία Εθνικού Τοπίου και Πόλεων, που δραστηριοποιήθηκε στις δεκαετίες του 1950 και 1960, ανέλαβε το ρόλο της διαφύλαξης των αξιών του τόπου, που ήταν κατ’ ουσίαν ρόλος παραστάτη της παράδοσης, που στα πλαίσια της νεοτερικής εξέλιξης του τόπου κινδύνευε ν’ απωλεσθεί. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε τη σημαντική συνεισφορά/προσφορά της στην περίσωση τοπίων που στη λαίλαπα του μεταπολεμικού πυρετού της αντιπαροχής είχαν τεθεί υπό αμφισβήτηση ή θα διατίθεντο προς αξιοποίηση κι εκμετάλλευση, και υπόκειντο σε καταστροφή. Μπορεί η Κοσμητεία να μην είχε λόγο αποφασιστικό κι εκτελεστική δυνατότητα, όμως η συμβουλευτική επιρροή της, όπως ακόμα και οι εκκλήσεις της σε σχέση με το τοπίο, από τα μέλη της που αποτελούσαν προσωπικότητες της ελληνικής κοινωνίας και του επιστημονικού κόσμου (Άγγελος Σιάγας, Δημήτριος Πικιώνης, Αριστομένης Προβελέγγιος κ.ά.), καθίστατο φορές σημαντική για την προστασία του ελληνικού τοπίου.[5]

Μια διάδοχος θα λέγαμε κατάσταση της Κοσμητείας, σε σχέση με το τοπίο και την προστασία του, με ολωσδιόλου βεβαίως άλλα χαρακτηριστικά και προσανατολισμούς, κι έχουσα πια θεσμικό ρόλο, αποτέλεσε πολλά χρόνια μετά η Εθνική Επιτροπή για το Τοπίο. Αυτή προέκυψε μετά την κύρωση της Σύμβασης για το Τοπίο από το ελληνικό κοινοβούλιο, που έγινε με το νόμο 3827/2010 (ΦΕΚ Α΄/30), και συγκροτήθηκε με υπουργική απόφαση στις 28-1-2011. Ήταν δεκαμελής και ο ρόλος της ήταν, α) η εισήγηση των αναγκαίων νομοθετικών ρυθμίσεων και τροποποιήσεων όπου απαιτείται, καθώς και προτάσεων για τη λήψη αναγκαίων μέτρων για την εφαρμογή των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο, β) Η σύνταξη προδιαγραφών με στόχο την ανάθεση μελετών και προγραμμάτων για το τοπίο, γ) Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή πολιτικών για το τοπίο με στόχο την προστασία, τη διαχείριση και τον σχεδιασμό του μέσω της υιοθέτησης ειδικών μέτρων τα οποία έχουν προσδιορισθεί στην ευρωπαϊκή Σύμβαση, δ) Η ένταξη πολιτικής προστασίας για το τοπίο στο χωρικό σχεδιασμό σ’ εθνική, περιφερειακή και τοπική κλίμακα, στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό και στις τομεακές πολιτικές, ε) Η δημιουργία τυπολογίας των ελληνικών τοπίων και δεικτών τοπίου, ανάλυση των χαρακτηριστικών του, διάγνωση και αξιολόγηση του δυναμικού μετασχηματισμού του.

Η παραπάνω επιτροπή λειτούργησε μόνο για ενάμισι έτος από τη συγκρότησή της, και μετά σταμάτησε τυπικά το έργο της λόγω «μη αντικατάστασης των παραιτηθέντων μελών». Ενώ παρήγαγε κάποιο σημαντικό έργο, όπως την ένταξη της διαχείρισης του τοπίου στις μελέτες για την επικαιροποίηση των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, όπως και την ένταξη της έννοιας του τοπίου στην αναθεώρηση του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας/Αττικής, εντούτοις δεν ασχολήθηκε με τα βασικά ζητήματα που απασχολούν το τοπίο, κι έχουν να κάμουν με την εκπόνηση μελέτης βάσης για την τυπολογία του τοπίου, τη δημιουργία δεικτών τοπίου, τη δημιουργία βάσης δεδομένων για το τοπίο, την εισήγηση ειδικού θεσμικού πλαισίου προστασίας του τοπίου κ.ά. Αναφέρεται, ως συγκριτική διαπίστωση ότι, ενώ η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες στην Ευρώπη που υπέγραψε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο, εντούτοις χρειάσθηκε μια δεκαετία για να την κυρώσει, με το νόμο που προαναφέρθηκε, ενώ, από την άλλη μεριά, κράτη με τοπιακή κουλτούρα και περιβαλλοντική συνείδηση, εφαρμόζουν από πολλές δεκαετίες πριν προγράμματα και λαμβάνουν μέτρα για το τοπίο, χωρίς ν’ απαιτηθεί η κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης γι’ αυτό˙ που παρόλα ταύτα στην περίπτωση της Ελλάδας, και πάλι δεν υπάρχει η απαιτούμενη προστασία! Αναφέρεται ως παράδειγμα η Μεγάλη Βρετανία κι ειδικότερα το Λονδίνο, που προστατεύει το αστικό του τοπίο αποφαινόμενη ως προς αυτό ειδική επιτροπή, η οποία δεν επιτρέπει την κατεδάφιση των παλαιών βικτωριανών κτηρίων, που αξιοποιούνται διατηρούμενα, και δεν επιτρέπει επίσης την ψηλή δόμηση για να μην ανατραπεί η ρυθμική κλίμακα της πόλης (για το λόγο αυτό, λόγω δηλαδή της έλλειψης καθ’ ύψος χώρου για δόμηση, εξαιτίας της σχετικής απαγόρευσης, οι Λονδρέζοι επεκτείνονται υπογείως, οικοδομώντας σε βάθος, διατηρώντας έτσι την απαιτούμενη κλίμακα ύψους).

Το «ελληνικό τοπίο» αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης έννοιας με την ονομασία «μεσογειακό τοπίο», με την οποία δηλοποιείται το τοπίο που χαρακτηρίζει ένα συγκεκριμένο γεωγραφικά χώρο, τη μεσογειακή λεκάνη, και τ’ οποίο εμφανίζει κοινά τοπιακά χαρακτηριστικά (δεν αναφερόμαστε στις −ανά τον κόσμο− περιοχές με μεσογειακό τύπο κλίματος –την Καλιφόρνια, τη Χιλή, τη Νότια Αυστραλία κ.ά.–, αλλά στις περιοχές του γεωγραφικού χώρου της Μεσογείου). Το ελληνικό τοπίο ξεχωρίζει ως κατηγορία του μεσογειακού για τα πολιτιστικά, ιστορικά, αρχιτεκτονικά, οικολογικά, φυσιογνωμικά στοιχεία που το ιδιαιτεροποιούν, όπως εξάλλου συμβαίνει και με αντίστοιχα άλλα τοπία περιοχών της Μεσογείου, που, βάσει των χαρακτηριστικών τους, σημαίνονται με ξεχωριστή ταυτότητα.

Το ελληνικό τοπίο μεθερμηνεύεται στην αντίληψη του θεωρού κι εγγράφεται ως ιδέα, ως απόδοση του ιστορικού, του φυσικού, του κοινωνικού, του πολιτιστικού βάθους του τόπου, με το κοίταγμα της ζωής και της πορείας του Έλληνα σε αυτόν. Εξηγείται σε δεύτερες σκέψεις, σε ύστερες θεωρήσεις, όταν έχει κατανοηθεί η σημασία και η αξία του. Γι’ αυτό κι απαιτεί βλέμμα σκεπτικό, «γυμνασμένο», που θα το διαισθανθεί και θα το δει στο παραπέρα του. Αλίμονο, όμως εάν απλά βλέπεται, αν δεν ιδώνεται βαθιά και προσπερνιέται, εάν ζητείται στο φακό να κοντοσταθεί κι αποτυπωθεί μόνο ως φωτογραφική μνήμη: τότε χάνεται στο ασύμπαντον της ζήσης, στη σάστιση και την αλλοτρίωση της κοντοζωής, καθώς γένεται αθεώρητο και στέκεται παράταιρο κι αγνοημένο. Μπορεί νάχει ασχημίες, απώλειες, κακοδαιμονίες, και τούτα να το χαρακτηρίσουν αρνητικά και να το καθιστούν απόκοιτο.

Όμως όχι, τούτα δεν είναι τα συστατικά του, ούτε τα δυνάμενά του. Έχει άλλα, βαθύτερα, για να θεωρηθεί˙ είναι η ζωντανή αίσθησή του, η εγερτική μεθεκτικότητα στο σύντονό του, τ’ ολοδύναμο σύμπαν του, η «μάνα» πρωτογένειά του που συγκινεί, το ασύλληπτο ψυχόρμητο της ζωής που δονεί, ο αγώνας της ωραιότητας που διάγει (έστω κι αν το βάλλει ο κακοδαίμονας Νεοέλληνας με την ασκημία…)· είναι τα υπερούσια στοιχεία του που το υπερκοσμούν και το κραταιούν! Όλα τούτα το κάμνουν σύστολο κι ολόζωο˙ το κάμνουν διαρκές κι ολόχαρο. Γι’ αυτό και ο Αμερικανός ιστορικός Γουίλιαμ Μακ Νηλ (William H. McNeill) σημείωνε το 1978 στο σημαντικό έργο του «Η μεταμόρφωση της Ελλάδας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» τα εξής: «Όσο σημαντικές κι αν είναι οι αλλαγές στην ελληνική οικονομία, δεν είναι αρκετές για να μεταβάλλουν ολοκληρωτικά το τοπίο».[6]

Έγραφα, έχοντας τα παραπάνω κατά νου, στο πόνημά μου «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ’ αυτή τη χώρα…»:  «Τι, αλήθεια, ήταν εκείνο που ώθησε το Γάλλο ζωγράφο Antoine – Louis Castellan το έτος 1808 να προτρέψει τους τοπιογράφους του κόσμου να επισκεφτούν τη χώρα μας, όταν είπε: “Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ’ αυτή τη χώρα…”; Ποια στοιχεία του ελληνικού τοπίου το κάμουν να ξεχωρίζει, το κάμουν ιδιαίτερο –αν θέλετε μοναδικό; Μήπως η σκιά της Ακρόπολης πάνω στην αποκαμωμένη Αθήνα; Μήπως η απλωσιά του ελαιώνα της Άμφισσας στα πόδια του Δελφικού μαντείου; Μήπως το κρινάκι στο βράχο του Ακροκόρινθου, το φρύγανο στην ερμόνησο, το πεύκο στην αττική γη; Μήπως το λαμπρό ελληνικό φως πα σε χαλάσματα, σ’ ερείπια, σε μνημεία; Την απάντηση στα ερωτήματα αυτά (αν δεν τα δούμε ως ρητορικά), δίνει ο Γάλλος πολιτικός και συγγραφέας Μωρίς Μπαρρές (Maurice Auguste Barrés) – (αναφέρεται στο Λακωνικό τοπίο): “…Μπορώ να πω με μια λέξη, την ωραιότερη σε όλη τη Δύση, τι αισθάνθηκα πάνω απ’ όλα σ’ αυτό το φημισμένο τοπίο: μεγαλοφροσύνη” (“Le voyage de Sparte”, Juven 1906). Και ο Στήβεν Ράνσιμαν (Steven Runciman) έλεγε για το Λακωνικό τοπίο: “Η ομορφιά της Ελλάδας έγκειται στην αντίθεση, αντίθεση ανάμεσα σε απότομα ακρωτήρια και γαλάζιους κόλπους, και ανάμεσα σε άγονες βουνοπλαγιές και εύμορφες κοιλάδες. Πουθενά αλλού η αντίθεση δεν είναι τόσο έντονη, όσο στην κοιλάδα της Σπάρτης, τη Λακεδαίμονα, την ¨κοίλη Λακεδαίμονα¨ της ομηρικής εποχής” (Runciman St., “Mistra”, Thames & Hudson 1980, σελ. 7). Ο δε Στρατής Μυριβήλης, μπρος στη μεγαλοπρέπεια του Ταΰγετου, αναφωνούσε εκστασιασμένος: “Να όλο το νόημά σου Ελλάδα!”».[7]

Η Ελλάδα είναι μια σύνθεση τοπίων, ένας πίνακας εικόνων, τόπων, μορφών, ζωών, που απεικονίζει το ελληνικό γίγνεσθαι, δηλαδή το πώς πλάσθηκε η ελληνική γη και συγκροτήθηκε ο ελληνικός τρόπος ζωής. Ιδού λοιπόν γιατί είναι ιστορία το τοπίο και γιατί συναρπάζει η ανάγνωσή του, διότι μπορεί διά της θεωρήσεώς του κι αποδίδει τη δημιουργία του, τον τρόπο που εννοείται. Αυτός αποτυπώνεται στα ελληνικά τοπία, που μπορεί να είναι ιστορικά, φυσικά, κοινωνικά, πολιτιστικά˙ πάντως τοπία πλασμένα στο δυνάμενο της ελληνικής γης ως σύνθεση πράξης και προοπτικής. Τοπία της θάλασσας και του βουνού, του κάμπου και του βράχου, της γυμνής γης και της σύμπυκνης από βλάστηση, τοπία νησιωτικά κι ορεινά, άνυδρα και βρόχινα, γόνιμα κι άγονα· μια ποικιλομορφία τόπων, ένα μωσαϊκό χρήσεων, ένα σύστημα συνδυασμένης πλούσιας ζωής –λόγω του πολυώδυνου και συγκλονιστικού βίου του κοινωνού Έλληνα.

Το ελληνικό τοπίο μπορεί να μην «κοιτιέται» στην πρώτη του εντύπωση, διότι δε λογίζεται στο ολίγο του, στο μικρό του, στο λιτό του, διότι δεν υπολογίζεται στη δύναμή του να πνοεί στην τέτοια του «μικρά» κατάσταση. Και τούτο διότι δεν έχουν αξία το μικρό, το λεπτό κι ολίγο, το λιανό, το θεωρούμενο άγονο, το τρόγυρα τραχύ κι άγριο −στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ελληνικό τοπίο−, μπρος στο άφθονο, στο ξέχειλο, στο πληθωρικό, στο ιδανικευμένο, που ως «προσόντα» του τόπου θεωρούνται στο πρότυπο της νεοζωής, αποτελούντα στοιχεία της πλήσμονης ζωής που επιζητείται.

Το ελληνικό τοπίο αγνοείται όταν εκτιμάται με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Δεν έχει μπόι, δεν έχει πλούτο «πλούσιο», δεν προκαλεί και δεν εξάπτει. Έχει μύχια ομορφιά κι ενέργεια ξεταστική, πλούτο εσωτερικό και διάπυρο, εκφρασμένο μικρογραφικά –γι’ αυτό κι είναι ανείδωτος–, έχει αύρα θετική προκύπτουσα από τη γονιμοποιό αρχή της δημιουργίας. Είναι τοπίο διαισθητικό, συνθετότερο του σύνθετου της πλησμονής, καθώς είναι τοπίο της απειροσύνθετης απλότητας. Γιατί το τοπίο το ελληνικό θέλει περπατηξιά και γέψη της γης για να κατανοηθεί, θέλει σπουδή κι αίσθηση, θέλει πνεύμα, ίδρω κι έγνοια˙ καθώς, βιωματικό είναι κι όχι εικονοπλαστικό. Έχει ρυτίδες και ρόζους, κι όχι ωραιοτεχνίες και σχεδιαστικά μορφώματα −έχει και τέτοια, μα με ξεχωριστό κοίταγμα και με βλέμμα ασκημένο θεωρημένα. Έχει «πρασινάδα λυγισμένη με άνεμο και λόγο» (από το «Διόνυσο», Οδυσσέας Ελύτης), κι όχι «θάλασσες από αδιάφορο μονότονο πράσινο και απρόσωπες πολιτείες, ξένες, μακρινές…» (από τη «Μετοικεσία», Γιώργος Αργυρός). Η νοιώση του είναι το κέρδισμα από αυτό, είναι η αποκόμιση της αξίας του γιομάτου από ιδέα βλέμματος. Είναι η απόλαψη του βιωμένου τόπου, που τον κάμει πάγκοσμο και φτιάχνει τον θεωρό οικείο του, σε σημείο που τον δένει μητρικά με αυτόν (όπως ο ποιητής Γιάννης Νεγρεπόντης μάς λέγει στο ποίημά του του προοιμίου).

(απόσπασμα από το βιβλίο “Το ελληνικό τοπίο. Σπουδή του τόπου και θεώρηση του ελληνικού τοπίου”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2018).

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Κόντογλου Φ., «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου», εκδόσεις Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ. 110.

[2] Καζαντζάκης Ν., «Αναφορά στον Γκρέκο», εκδόσεις Καζαντζάκη (Νίκη Σταύρου), Αθήνα 2015, σελ. 203-204.

[3] ο.π., σελ. 204-205.

[4] Chekwas S., «Το θαύμα να νοιώθεις… Έλληνας! Δέκα συναντήσεις με την Ελλάδα», εκδόσεις Μπαζαίος, Αθήνα 2004, από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

[5] Η Κοσμητεία Εθνικού Τοπίου και Πόλεων ιδρύθηκε το 1957 και λειτουργούσε στα πλαίσια του Τεχνικού Επιμελητηρίου αποτελούμενη από διαπρεπείς προσωπικότητες. Προήλθε από μετεξέλιξη της αρχικώς συγκροτηθείσας (το έτος 1953) Επιτροπής Προστασίας του Ελληνικού Τοπίου, που είχε δημιουργηθεί με πρωτοβουλία επιφανών πνευματικών Ελλήνων (αρχιτεκτόνων, αρχαιολόγων, ιστορικών, λογοτεχνών, εικαστικών καλλιτεχνών κ.ά. ) Αυτή εξέδωσε Ψήφισμα για το ελληνικό τοπίο κι ανέλαβε διάφορες δράσεις. Πρωταρχικός στόχος της Κοσμητείας ήταν η διάσωση και διατήρηση της φυσικής και ιστορικής αξίας του ελληνικού τοπίου, η συνειδητοποίηση της κοινής γνώμης, οι προτάσεις μέτρων και η παρότρυνση των αρμοδίων φορέων σε τοπιακά ζητήματα. Στην περίοδο της ενεργής δράσης της Κοσμητείας συντελέστηκαν σημαντικά έργα που είχαν σχέση με τη διαφύλαξη τόπων και την ανάδειξη τοπίων, όπως τα έργα διαμόρφωσης των λόφων της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου, η διαμόρφωση του Λυκαβηττού, με την τοπιακή ενσωμάτωση στο περίγραμμά του τού πρωτοποριακού ανοιχτού θεάτρου του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου κ.ά. Παρέμβηκε επίσης καθοριστικά σε πολλές περιπτώσεις κι ασχολήθηκε με θέματα όπως η λατόμηση στην Πεντέλη, η αποξήρανση της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, η κατασκευή του ουρανοξύστη στην Αθήνα, η τοποθέτηση και κατασκευή του Ολυμπακού Σταδίου, η οικοπεδοποίηση της «Κοίλης» κ.ά.

[6] McNeill W. H., «Η μεταμόρφωση της Ελλάδας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», μετάφραση: Νίκος Ρούσσος, επιμέλεια – διόρθωση: Αλέξανδρος Καρατζάς, εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2017, σελ. 19.

[7] Καπετάνιος Αντ., «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ’ αυτή τη χώρα…», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2009, σελ. 13.

 

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ

Καιρός σήμερα και πρόγνωση καιρού για κάθε περιοχή

Κοινωνικη δικτυωση