Τα φράγματα της δασικής υπηρεσίας ως «ζώσα» ύλη
του Αντώνιου Β. Καπετάνιου Δασολόγου – Περιβαλλοντολόγου
Δεν ήταν ύλη σκέτη το φράγμα. Είχε ζωή· αυτήν που έπαιρνε από την ένταξή του στη φύση. Ήταν ύλη που εξυπηρετούσε τη φυσική λειτουργία, και ως τέτοια, για ν’ ανταποκριθεί στο ρόλο της, έπρεπε να ενσωματωθεί στη φύση και να λειτουργήσει ως στοιχείο της. Είχε φύσημα ζωής από το δημιουργό κι ανάσα από τη φύση οπού εντάσσονταν, γι΄ αυτό κι είχε συμπεριφορά ζώντος στοιχείου, ως μέρος ενός ενεργού όλου −ήτο «ζώσα» ύλη. Το έπαφό της με το νερό, με το έδαφος, με το φυτό, με τον δημιουργό, αλλά και το γήινο της δημιουργίας της −καθώς, με υλικό της γης, την πέτρα, φτιάχνονταν−, έδινε στο φράγμα χαρακτήρα φυσικό και τώκαμε να «επικοινωνεί» ζωτικά με τα μετέχοντα στοιχεία στο όλον της δημιουργίας −άλλως, θάχε αποβληθεί ως ξένο σώμα. Τα φράγματα αυτά της δασικής υπηρεσίας «αναφύονταν» από τη γης, έχοντας φυσική γέννηση και φυσικό προορισμό.
Εξάλλου, το γεγονός ότι ο άνθρωπος της γης, ο υπαίθριος Έλλην, που είχε μιαν πηγαία γήινη σχέση με το φυσικό αντικείμενο, είδε βαθύτερα την επικοινωνία του με τη «ζώσα» τούτη ύλη, έχοντας εξάρτηση ζωής από αυτήν, δηλώνει ότι η επαφή με τα γήινα δεν αποτελεί πρακτική ανάγκη μόνο, αλλά προκύπτει ως εσωτερική επαφή του δημιουργού με το δημιούργημα −άλλο αν σήμερα, που πάψαμε νάμαστε δημιουργοί και χάσαμε την επαφή μας με τη μάνα γη, δεν επικοινωνούμε με αυτήν κι είμαστε ξένοι στο γύρω μας!
Τα χαμηλά φράγματα που κατασκεύασε για τις διευθετήσεις των χειμαρρικών νερών η δασική υπηρεσία −κι απ’ αυτά, τα λιθόδμητα και ξηρολίθινα στα οποία εν προκειμένω μένουμε−, είναι ευθύγραμμες σε κάτοψη φραγματικές μορφές με ύψος από 2 έως 15 μέτρα (φτάνοντας σε κάποιες περιπτώσεις τα 20 μέτρα), με συμπαγή κορμό και υδατοχετούς. Είναι φράγματα βάρους, ακριβώς γιατί χρησιμοποιούν το βάρος τους για να εξουδετερώσουν τις εξωτερικές δυνάμεις που δέχονται (κατά κύριο λόγο, του νερού και των γεωμαζών που μεταφέρονται). Είχαν συνεπώς από τη φύση της κατασκευής τους φυσική διάσταση, παρά τ’ ό,τι αποτελούσαν τεχνικά έργα.[1]
Από στατική άποψη λειτουργούν ως τοίχοι αντιστήριξης. Λόγω της φύσης των υλικών κατασκευής τους (της πέτρας και του σκυροδέματος), που έχουν μικρή αντοχή στον εφελκυσμό, πρέπει ν’ αποφεύγονται εφελκυστικές τάσεις στο εσωτερικό του φράγματος. Για να συμβεί αυτό και να υπάρχει εξουδετέρωση των εξωτερικών δυνάμεων, πρέπει η συνισταμένη όλων των δυνάμεων που δρουν στη φραγματική κατασκευή να διέρχεται από το εξωτερικό άκρο του μέσου τρίτου της βάσης (για κατακόρυφο άναντες μέτωπο) ή λίγο εσωτερικότερα από το άκρο αυτό (για κεκλιμένο άναντες μέτωπο), επιτυγχάνοντας έτσι την ιδανική φραγματική διατομή (την ελάχιστη και στατικά άριστη).
Η διαστασιολόγηση κατά τούτο δίνει σχετικά ογκώδεις (για το μέγεθος του υδάτινου αγωγού) φραγματικές διατομές, οι οποίες όμως, λόγω της φύσης των υλικών των φραγμάτων και της αρχιτεκτονικής τους κατασκευής, δεν προκαλούν με την παρουσία τους, αλλά αντίθετα, βρίσκονται σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον κι εμφανίζουν πλήρη ενσωμάτωση σε αυτό −η δε αντιοικονομική θεώρηση της κατασκευής, λόγω του όγκου της, δεν ισχύει όταν χρησιμοποιούνται υλικά και μέσα της περιοχής του έργου (π.χ. λίθοι του χειμαρρικού ρεύματος), καθώς και ντόπιο εργατικό δυναμικό.[2]
Τα φράγματα βάρους που αναφερόμαστε είναι συμπαγείς μάζες συγκολλημένων ή μη λίθων, που με τη σωστή στατική τους φράζουν τους υδάτινους αγωγούς και προκαλούν ανάσχεση της χειμαρρικότητας, χωρίς να θίγονται από τις ομολογουμένως ισχυρές δυνάμεις που τα βάλλουν (τις δυνάμεις του νερού και των γεωμαζών, που κινούνται με μεγάλη ταχύτητα και δημιουργούν ισχυρές κρουστικές δυνάμεις, τις πλευρικές ωθήσεις από τα πρανή, το βάρος των προσχώσεων από τα φερτά υλικά κ.ά.)[3] Κι αυτό γιατί, με τη σωστή στατική, οι μεταβολές που εξαιτίας των εξωτερικών δυνάμεων δέχονται οι τοίχοι των φραγμάτων, είναι πρακτικά ασήμαντες, ενώ αυτές του υποκείμενου υποθέματος (που είναι κατά κύριο λόγο βραχώδες), είναι αμελητέες. Το ύψος τους και η απόσταση μεταξύ τους προκύπτει κατόπιν υπολογισμού, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει με τις προσχώσεις να επιτυγχάνεται η κλίση αντιστάθμισης της κοίτης του ρεύματος.[4]
Τα όμορφα λιθόδμητα και ξηρολίθινα φράγματα που κατασκευάζονταν από τη δασική υπηρεσία, νόμιζες ότι αναδύονταν από το βραχώδες υπόθεμα αποτελώντας συνέχεια της γης, καθώς στήνονταν ως στέρεες αρμοστές κατασκευές πάνω της. Οι δυνάμεις που δέχονταν εξουδετερώνονταν με το βάρος τους ή με τη μεταφορά τους στα εκατέρωθεν πρανή. Είναι μιαν ιδέα της στατικής αυτή, παρμένη από τη λειτουργία της φύσης, που θέλει τα στοιχεία της να αλληλενεργούν και να αλληλοσυμπληρώνονται παρέχοντας ισορροπία. Η τριπλή πάκτωση των φραγμάτων στην κοίτη και στα εκατέρωθεν πρανή, καθώς και η μεγάλη πίεση που ασκείτο τόσον στα θεμέλιά τους από το βάρος τους, όσον και στα πρανή από τη μεγάλη δύναμη του νερού και των στερεοϋλικών (αφού, όπως προείπαμε, οι δυνάμεις στους τοίχους των φραγμάτων μεταφέρονται στα πρανή), έδινε σε αυτά ελαστική συμπεριφορά −μη παρατηρούμενη αλλά υπαρκτή!
Είναι η συμπεριφορά του τεχνικού στοιχείου που έγινε ένα με τη γης, λες και το «φύτεψε» ο άνθρωπος σ’ αυτήν!, ανταποκρινόμενο στις αντιδράσεις της. Γινόταν έτσι τούτο ένα με το τοπίο, ως μέρος της φύσης.[5]
Οι δημιουργοί στο ρέμα δεν αλλοίωναν και δεν κατέστρεφαν για να κατασκευάσουν, δε διατάρασσαν και δεν αναστάτωναν, αλλά έφτιαχναν έργα της φύσης για την ανόρθωσή της, τη λειτουργία και τη συνέχειά της. Η αρχή τους απέρρεε από τη φυσική λειτουργία, και για το λόγο τούτο προσάρμοζαν το έργο τους στις κανόνες της. Χρησιμοποιούσαν πρώτη ύλη από την ίδια τη φύση (την πέτρα του χειμάρρου που διευθετούσαν, που ήταν γεμάτος με τέτοιο υλικό), αποφεύγοντας να μετακινηθούν για να το φέρουν από αλλού και δημιουργήσουν αναστάτωση στο φυσικό χώρο. Προσέγγιζαν τη θέση του έργου κι εξυπηρετούνταν εκεί με ζώα (μουλάρια, άλογα ή γαϊδούρια), χρησιμοποιώντας φυσικά περάσματα και παραδοσιακά μονοπάτια για τις μετακινήσεις τους. Λόγω της πρακτικής αυτής και γενικότερα τής μη χρήσης μηχανικών μέσων μετακίνησης, ο φυσικός χώρος δε διαταράσσονταν.
Οι μαστόροι παίρναν την ύλη και της δίναν «ψυχή» με το έργο τους, κάνοντας ισχυρή την αίσθηση της δημιουργίας. Η «παραδοσιακή» αυτή δημιουργία, είχε τη λογική της μικρότερης δυνατής επίπτωσης του ανθρώπινου έργου στο φυσικό περιβάλλον και της ένταξής του στο φυσικό δημιούργημα, ούτως ώστε να λειτουργήσει ως μέρος του.[6]
Όλην αυτήν η ύλη τελικά, είχε πολλή έγνοια μέσα της και φιλοσοφία δημιουργική. Δεν μπορούμε συνεπώς να την δούμε στεγνά και μόνον τεχνοκρατικά, και να την ξεπεράσουμε ως ανάρμοστη με την εξέλιξη των καιρών. Πρέπει με την αξία της ύπαρξης που υποστηρίζει να την δούμε και να την εκτιμήσουμε για τη σχέση της με τη γη…
Η ένταξη στο φυσικό σύστημα κι εντέλει η εναρμόνιση στο φυσικό όλον των φραγμάτων της δασικής υπηρεσίας, που σκοπό είχαν την αποκατάσταση και την εν συνεχεία ομαλή λειτουργία του φυσικού τούτου συστήματος, αποτελεί ένα ιδανικό κι όμορφο παράδειγμα αναβάθμισης της φύσης, της «φυσικής» ύλης με τη βοήθεια της «τεχνητής» ύλης. Ήταν η εποχή που η δασική υπηρεσία «τεχνουργούσε» στο φυσικό χώρο δημιουργώντας φύση, μετατρέποντας την τεχνητή ύλη σε φυσικό δημιούργημα.
|
[1] Μένουμε στα λιθόδμητα και στα ξηρολίθινα φράγματα διότι, πέραν της προσαρμογής τους στο φυσικό περιβάλλον, αναδεικνύουν την όμορφη τέχνη της πέτρας, η οποία χρησιμοποιήθηκε για να γενούν κατασκευές μικρής κατά βάσιν ζωής, για τις οποίες εκτιμήθηκε ότι ο άνθρωπος αξίζει να τεχνουργήσει, ως αφιέρωση στη φύση −για την οποία δημιουργεί− θαρρείς.
[2] Οι τοπικές κοινωνίες, πέραν της εξυπηρέτησής τους από τη λειτουργία του έργου, ωφελήθηκαν και κατά το στάδιο της κατασκευής του, που πραγματοποιούνταν με αυτεπιστασία της δασικής υπηρεσίας, αφού χρησιμοποιήθηκαν μαστόροι της περιοχής και ντόπιο εργατικό δυναμικό, καθώς και μέσα του τόπου. Με τον τρόπο αυτό δόθηκε ένα πρόσθετο εισόδημα στους κατοίκους των ορεινών περιοχών, που το είχαν ανάγκη λόγω των μικρών τους εισοδημάτων, ενώ μέσα κι υλικά της επιχείρησης χρησιμοποιήθηκαν και λήφθηκαν κατά το δυνατόν από τις τοπικές κοινωνίες. Ταυτοχρόνως εξυπηρετήθηκε και η δασική υπηρεσία για την ολοκλήρωση του έργου, αφού χρησιμοποίησε ανθρώπους που γνώριζαν τον τόπο και ήταν εξοικειωμένοι με τις συνθήκες του, κι επιπροσθέτως ήξεραν να δουλεύουν την πέτρα κι είχαν αναπτύξει τη μαστορική της, λόγω του ό,τι, σχεδόν αποκλειστικά τη χρησιμοποιούσαν στις κατασκευές τους.
[3] Φράγματα βάρους είναι επίσης, εκτός από τα λίθινα, και τα κατασκευαζόμενα από κορμοτεμάχια, τα σκυρόδμητα (που, από τη δεκαετία του 1970 και μετά χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα), καθώς και τα χωμάτινα.
[4] Κλίση αντιστάθμισης είναι η κλίση της κοίτης του ρεύματος που με συγκεκριμένες συνθήκες χειμαρρικότητας, αυτό μεταφέρει στερεά υλικά χωρίς να μεταβάλλει την κοίτη του, είτε γιατί δεν παρασύρει υλικά από αυτήν είτε γιατί δεν αποθέτει υλικά σε αυτήν, είτε ακόμα κι αν παρασύρει, αποθέτει τόσα, ώστε ν’ αντισταθμίζει τα παρασυρόμενα.
[5] Τα χαμηλά, συμπαγή φράγματα αποτελούν μικρογραφίες −θα λέγαμε− των υψηλών φραγμάτων, αφού εμφανίζουν τους ίδιους παράγοντες να επενεργούν και τις ίδιες ιδιότητες με αυτά. Μόνο που, λόγω του μικρότερου μεγέθους τους και της διαφορετικής φύσης του υδάτινου αγωγού που φράζουν, έχουν πιο απλοποιημένο, αλλά και διαφοροποιημένο στατικό μηχανισμό. Όμως σε γενικές γραμμές, η στατική τους συμπεριφορά είναι ίδια με των υψηλών φραγμάτων.
[6] Για να κατανοήσουμε την αντίληψη που διακατείχε κείνους τους δημιουργούς, αρκεί ν’ αναφέρουμε ότι, εάν το φράγμα έβρισκε κατά το στήσιμό του σε βράχο της γης να το εμποδίζει, αυτός δε διαλύονταν (με ανατίναξη ή με μηχανικά μέσα) αλλά ενσωματώνονταν στην κατασκευή, ως μέρος της συμπαγούς φραγματικής διαμόρφωσης!