19. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ

Βαριά και Τοξικά Μέταλλα Απειλή για την υγεία

Πολλά είναι τα μέταλλα που αποτελούν χρήσιμα συστατικά για τον οργανισμό. Άλλα είναι αναγκαία σε μεγάλες ποσότητες (π.χ. το ασβέστιο) και άλλα σε μικρές (π.χ. ο σίδηρος). Υπάρχουν όμως και τα πολύ τοξικά μέταλλα, όπως ο υδράργυρος, που είναι επιβλαβή για τον άνθρωπο και σχεδόν όλους τους οργανισμούς, ακόμη και σε απειροελάχιστες ποσότητες και έχουν ρυπάνει την ατμόσφαιρα, τα φυσικά νερά, το έδαφος, και τελικά την τροφική αλυσίδα.

 

Δερματικές επιπτώσεις από συσσώρευση αρσενικού στον οργανισμό. Το φαινόμενο είναι συχνό σε χώρες της Ασίας, όπου καταναλώνεται μολυσμένο νερό από πηγάδια που βρίσκονται σε περιοχές με αρσενικούχα μεταλλεύματα.

Με τον όρο «βαριά μέταλλα» περιγράφονται συνήθως τα μέταλλα εκείνα που έχουν πυκνότητα μεγαλύτερη από 5 g/cm3, αν και υπάρχουν αρκετοί εναλλακτικοί ορισμοί, σύμφωνα με τους οποίους χαρακτηρίζονται εκείνα τα μέταλλα που έχουν πυκνότητα μεγαλύτερη από 6 g/cm3, η που έχουν γενικά μεγαλύτερη πυκνότητα από τον σίδηρο (7,87 g/cm3) η μεγαλύτερη σχετική ατομική μάζα από το ασβέστιο (40,08) και είναι τοξικά ακόμη και σε ίχνη. Γενικά για να αποφεύγεται η ασάφεια, πολλές φορές αναφέρονται ως τοξικά βαριά μέταλλα, άσχετα από την πυκνότητα η την σχετική ατομική τους μάζα, ώστε να διακρίνονται σαφώς από τα υπόλοιπα μη τοξικά μέταλλα.

Πολλά από τα μέταλλα που υπάρχουν στην Φύση αποτελούν πράγματι απόλυτα χρήσιμα συστατικά για τον οργανισμό. Άλλα είναι αναγκαία σε μεγάλες ποσότητες (π.χ. το νάτριο, το ασβέστιο, το μαγνήσιο), άλλα είναι απαραίτητα σε μικρές ποσότητες (π.χ. ο σίδηρος, ο χαλκός, ο ψευδάργυρος, το σελήνιο) και σχετικά τοξικά σε πολύ μεγαλύτερες. Όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πολύ τοξικά μέταλλα, όπως ο υδράργυρος, ο μόλυβδος, το κάδμιο, το αρσενικό, το χρώμιο κ.α., που είναι επιβλαβή για τον άνθρωπο και σχεδόν όλους τους οργανισμούς, ακόμη και όταν βρίσκονται σε ίχνη της τάξης του εκατομμυριοστού του γραμμαρίου. Στα τοξικά αυτά μέταλλα θα εστιάσουμε την αναφορά μας παρακάτω, χωρίς να επεκταθούμε και στα ραδιενεργά μέταλλα.

 

Τεχνολογική ανάπτυξη και ρύπανση

Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, το ενδιαφέρον για την τοξικότητα των μετάλλων εστιαζόταν στην επαγγελματική έκθεση των εργαζομένων σε βιομηχανικούς χώρους που επιβαρύνονται από βαριά μέταλλα. Σήμερα όμως, για πολλά από αυτά τα τοξικά μέταλλα, υπάρχουν κοινές χρήσεις και πιθανές πηγές μόλυνσης σε αρκετές καθημερινές δραστηριότητες του ανθρώπου. Εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, όπως αυτή του μολύβδου που από τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά ακόμη χρόνια προκαλούσε δηλητηριάσεις λόγω της εκτεταμένης και εύκολης χρήσης του σε σκεύη και σωλήνες, τα περισσότερα από τα βαριά μέταλλα ήταν παρόντα στο άμεσο περιβάλλον μας μόνο σε ασήμαντες ποσότητες μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Στην συνέχεια όμως η ραγδαία εκβιομηχάνιση, η αύξηση της παραγωγής και η τεχνολογική πρόοδος οδήγησαν σε ανεξέλεγκτη διασπορά τους και επικίνδυνη αύξηση της παρουσίας τους στο περιβάλλον και στους ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς.

Η αμερικανική ομοσπονδιακή υπηρεσία για την υγεία και τον άνθρωπο (U.S. Agency for Toxic Substances and Disease Registry) καταρτίζει κάθε δύο χρόνια έναν κατάλογο προτεραιότητας εκατοντάδων τοξικών ουσιών και στις 8 πλέον τοξικές περιλαμβάνονται τουλάχιστον 4 μέταλλα, δηλαδή ο μόλυβδος, το αρσενικό, ο υδράργυρος και το κάδμιο. Η κατάρτιση του καταλόγου αυτού βασίζεται σε κριτήρια όπως οι τοξικές ιδιότητες των ουσιών στον άνθρωπο, οι πιθανότητες έκθεσης του ανθρώπου στην επίδρασή τους και, τέλος, η συχνότητα εμφάνισης αναφορών για περιοχές τοξικής ρύπανσης. Παράλληλα, οι σημαντικότεροι διεθνείς οργανισμοί της Ευρώπης και της Αμερικής έχουν θεσπίσει ανώτερα επιτρεπτά επίπεδα των τοξικών μετάλλων στο πόσιμο νερό, την ατμόσφαιρα και τα τρόφιμα, ώστε να περιορίζεται η τοξική επίδρασή τους.

Η ανθρώπινη αμέλεια ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τις προκαλούμενες οικολογικές καταστροφές από την διασπορά τοξικών μετάλλων στο έδαφος, στον υδροφόρο ορίζοντα και τα επιφανειακά νερά.

Η ανάπτυξη έχει και αναπόφευκτες παρενέργειες στην οικολογική ισορροπία του πλανήτη. Η χρήση, για παράδειγμα, του τετρααιθυλιούχου μολύβδου ως πρόσθετου στη βενζίνη μέχρι πρόσφατα είχε ως συνέπεια την αύξηση των επιπέδων του στο περιβάλλον μέχρι και 100 φορές τις τελευταίες δεκαετίες. Αλλά και μέσα στα σπίτια χρησιμοποιούνταν στην βαφή των τοίχων χρώματα που περιείχαν μόλυβδο, ενώ χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα και για σωληνώσεις αποχετεύσεων. Η χρήση του υδραργύρου ως αμαλγάματος, που περιέχει περίπου 50% υδράργυρο και το υπόλοιπο άργυρο, κασσίτερο, χαλκό κ.ά., μέχρι σήμερα στην οδοντιατρική, είναι πιθανό να προκαλεί την έκθεση του οργανισμού στο μέταλλο αυτό, λόγω της βραδείας αποδέσμευσής του με την μάσηση και το σάλιο. Για το κάδμιο είναι νωπές ακόμη στην χώρα μας οι συνέπειες που προκλήθηκαν στην δημόσια χρήση εμφιαλωμένων νερών από ορισμένους ψύκτες, που το σύστημα ψύξης τους είχε συγκολλήσεις που αποδέσμευαν στο νερό ίχνη καδμίου. Το αρσενικό επίσης είναι ο σημαντικότερος ρύπος που κάνει απαγορευτική την χρήση υπόγειων νερών ως ποσίμων, ιδιαίτερα σε χώρες της Ασίας.

Γενικά λοιπόν στην εποχή μας, αυτά τα τοξικά μέταλλα έχουν ρυπάνει την ατμόσφαιρα, τα φυσικά νερά, το έδαφος, και τελικά την τροφική αλυσίδα. Για τους λόγους αυτούς είναι πολύ σημαντική η γνώση της επίδρασης των μετάλλων αυτών στο έδαφος σε συγκεκριμένα είδη φυτών που είναι καλλιεργήσιμα και χρήσιμα στην διατροφή του ανθρώπου και των ζώων. Επιπλέον, η εκτεταμένη ρύπανση του εδάφους και των νερών από τοξικά μέταλλα καθιστά τα φυτά και τους θαλάσσιους οργανισμούς, όπως ψάρια και οστρακοειδή, χρήσιμους βιολογικούς δείκτες για την παρακολούθηση της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Η ρύπανση της θάλασσας είναι ο πιο απλός δείκτης της γενικότερης επιβάρυνσης μιας περιοχής.

 

Βιοχημική δράση και τοξικότητα

Όλα τα χημικά στοιχεία, άρα και τα τοξικά μέταλλα, σχηματίζουν αρκετές χιλιάδες χημικών ενώσεων. Η τοξικότητα ενός μετάλλου στον ανθρώπινο οργανισμό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως ο τρόπος έκθεσης (κατάποση νερού και τροφής, εισπνοή, επαφή), η διάρκεια της έκθεσής του, η ηλικία του, η υγεία του, αλλά σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται και από την χημειομορφή, δηλαδή το είδος της χημικής του ένωσης (species) με την οποία εισέρχεται στον οργανισμό. Οι χημειομορφές που ανιχνεύονται μέσα στον οργανισμό είναι είτε ελεύθερα ιόντα, είτε ασθενώς δεσμευμένες χημικές ενώσεις, ευδιάλυτα σύμπλοκα, υδροξείδια, άλατα, οργανομεταλλικές ενώσεις, είτε, τέλος, ισχυρά δεσμευμένες μορφές σε βιομόρια όπως αμινοξέα, πρωτεΐνες και ένζυμα, υδατάνθρακες, ακόμη και σε βιταμίνες η στο DNA.

Στην ακτινογραφία φαίνεται η συσσώρευση του μολύβδου στα άκρα των οστών του ποδιού, όπου αντικαθιστά το ασβέστιο, μιμούμενος τη συμπεριφορά του.

Την τελευταία δεκαετία αναπτύσσεται ταχύτατα ο κλάδος της μεταλλομικής (metallomics) παράλληλα με την πρωτεομική και γονιδιωματική, ειδικά για την μελέτη της αλληλεπίδρασης των μετάλλων με τα βιομόρια, την επίδρασή τους στον μεταβολισμό και την κατανομή τους μέσα στα κύτταρα. Οι αλκυλιωμένες ενώσεις ορισμένων μετάλλων, όπως ο μεθυλιούχος υδράργυρος (που σχηματίζεται από ανόργανο υδράργυρο με την δράση βακτηρίων στα επιφανειακά νερά), ο τετρααιθυλιούχος μόλυβδος (που έχει χρησιμοποιηθεί ως βελτιωτικό της βενζίνης), ο τριβουτυλιούχος κασσίτερος (που χρησιμοποιείται ως βακτηριοκτόνο στις καρίνες των πλοίων), τα μονομεθυλοαρσενικώδη άλατα (που χρησιμοποιήθηκαν ως γεωργικά και κτηνιατρικά φάρμακα) κ.α., είναι γενικά περισσότερο τοξικές σε σχέση με τις ανόργανες ενώσεις των μετάλλων αυτών.

Η τοξική δράση των μετάλλων μπορεί να εκδηλωθεί με διαφορετικούς βιοχημικούς μηχανισμούς που αρχίζουν με την πρόκληση οξειδωτικού στρες από την απελευθέρωση ενεργού οξυγόνου, υπεροξειδικών και σουπεροξειδικών ριζών και φτάνουν μέχρι την παρεμβολή του μετάλλου σε διαδικασίες μεταγραφής του DNA και την πρόκληση γενετικών ανωμαλιών. Ένας συνήθης μηχανισμός βασίζεται στην παρόμοια δομή και συμπεριφορά των βαρέων μετάλλων με κάποιο από τα χρήσιμα στοιχεία, που ξεγελά τον οργανισμό και τα συγκρατεί σε θέσεις που κανονικά έπρεπε να βρίσκονται τα χρήσιμα μεταλλικά στοιχεία. Για παράδειγμα, το κάδμιο μιμούμενο τον ψευδάργυρο μπορεί να τον αντικαταστήσει σε ορισμένες πρωτεΐνες (μεταλλοθειονίνες), ο υδράργυρος σχηματίζει με την κυστεΐνη ένωση που μιμείται το αμινοξύ μεθειονίνη, ενώ ο μόλυβδος αντικαθιστά το ασβέστιο στα οστά. Όταν αυτό συμβαίνει, το κάδμιο η ο υδράργυρος η ο μόλυβδος αποθηκεύονται στα όργανα η τα οστά η άλλους ιστούς και γίνεται δύσκολη η αποβολή τους, ενώ οι σημαντικές λειτουργίες των χρήσιμων στοιχείων που αντικαθίστανται δεν μπορούν να πλέον να γίνουν, και εδώ οφείλεται η τοξική δράση των μετάλλων αυτών.

 

Ο κύκλος του υδραργύρου στη φύση. Η διάβρωση των υδραργυρικών μεταλλευμάτων η απελευθέρωση αερίων από τα ηφαίστεια είναι φυσικές πηγές υδραργύρου στο έδαφος και στον αέρα. Τα απόβλητα των εργοστασίων επιβαρύνουν το έδαφος και τα ποτάμια, οπότε έμμεσα τις λίμνες και τις θάλασσες. Τα στραγγίσματα των αστικών απορριμμάτων σε χωματερές, και η αποτέφρωση τους προκαλεί έκλυση υδραργύρου στο περιβάλλον. Οι ατμοί του στην ατμόσφαιρα είναι δυνατόν να μετατραπούν μέσω φωτοχημικών αντιδράσεων σε διαλυτά ιόντα ανόργανου υδραργύρου, τα οποία μέσω των υδατοπτώσεων μεταφέρονται ξανά στο έδαφος και στο νερό. Εκεί ένα σημαντικό ποσοστό μετατρέπεται σε μεθυλιούχο υδράργυρο, συσσωρεύεται στα ψάρια, και μπορεί τελικά να φτάσει στον άνθρωπο.

Παράλληλα, με την επιλεκτική συσσώρευσή τους σε όργανα του σώματος, όπως στα νεφρά, στο ήπαρ και στον εγκέφαλο, πολλά από τα τοξικά στοιχεία είναι πλέον πολύ δύσκολο να απομακρυνθούν πλήρως. Ο ανθρώπινος οργανισμός είναι βέβαια σε θέση να αποβάλλει μεγάλο μέρος της ποσότητας ορισμένων τοξικών μετάλλων μέσω των ούρων, του ιδρώτα, και των περιττωμάτων, πάντοτε όμως με κάποια μικρή η μεγάλη χρονική υστέρηση. Στην δηλητηρίαση όμως με τοξικά στοιχεία που δεν αποβάλλονται εύκολα, πρέπει να ληφθούν πιο δραστικά μέτρα, όπως χορήγηση άλλων ανταγωνιστικών μη τοξικών χημικών ουσιών που θα τα αντικαταστήσουν η θα συμπλεχθούν με αυτά (π.χ. διαλύματα EDTA για μεταβατικά στοιχεία, BAL για τον υδράργυρο και το αρσενικό κ.α.), και θα επιταχύνουν την αποβολή τους μέσω των ούρων. Ο έλεγχος της παρουσίας των τοξικών μετάλλων στον ανθρώπινο οργανισμό γίνεται σε εξειδικευμένα χημικά εργαστήρια εφαρμόζοντας πρότυπες μεθόδους φασματομετρικής ανάλυσης των ούρων, του αίματος, των τριχών, των κοπράνων, και σε ορισμένες περιπτώσεις κάποιου ιστολογικού δείγματος που λαμβάνεται με παρακέντηση.

  • Ο μόλυβδος (Pb) εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος και αντικαθιστά το ασβέστιο στον ερειστικό ιστό η στις νευρωνικές συνάψεις, λόγω του παρόμοιου μεγέθους και φορτίου του. Είναι πιθανή η επιβράδυνση της παιδικής ανάπτυξης, καθώς και η εμφάνιση μαθησιακών δυσκολιών. Στο νευρικό σύστημα προκαλεί νευροτοξικότητα, νεφροτοξικότητα και υπέρταση, ενώ με την εισπνοή συσσωρεύεται στους πνεύμονες (μολυβδίαση).
  • Το αρσενικό (As) προκαλεί ισχυρή τοξική αντίδραση στον οργανισμό έπειτα από κατάποση μέσω επιμολυσμένης τροφής και ιδιαίτερα νερού. Άμεσα συμπτώματα είναι η τάση για εμετό, διάρροια, και καρδιακή ανωμαλία, δερματικές παθήσεις, ενώ είναι θανατηφόρο σε μεγαλύτερες δόσεις.
  • Ο υδράργυρος (Hg) σε θερμοκρασία δωματίου είναι υγρός. Εξαιτίας της υψηλής τάσης ατμών που παρουσιάζει αυτή η μορφή του υδραργύρου, καθώς και ορισμένα άλατά του, διαχέεται στον αέρα ως ατμός. Οι οργανικές όμως ενώσεις του υδραργύρου είναι ακόμη πιο τοξικές. Ο μεθυλιούχος υδράργυρος (CH3Hg+) εισέρχεται με την διατροφή στον ανθρώπινο οργανισμό, κυρίως από λιπαρά ψάρια και προκαλεί χρόνια η οξεία δηλητηρίαση ή και θάνατο (υδραργυρίωση). Επειδή ο υδράργυρος είναι λιποδιαλυτός, τείνει να συσσωρεύεται στον εγκέφαλο. Τα συμπτώματα είναι νεφρίτιδα και κατάρρευση του κυκλοφορικού, νευρικές βλάβες και τερατογενέσεις. Τα ελεύθερα ιόντα υδραργύρου (Hg2+) μπορούν να δημιουργήσουν δεσμούς με άτομα θείου, και ειδικά με αυτά που βρίσκονται σε βιομόρια, όπως η γλουταθειόνη και η κυστεΐνη.
  • Το κάδμιο (Cd) παρεμποδίζει την ικανότητα της μεταλλοθειονίνης στην ρύθμιση των συγκεντρώσεων ψευδαργύρου και χαλκού στο σώμα. Η μεταλλοθειονίνη είναι μία πρωτεΐνη που δεσμεύει την περίσσεια των μετάλλων αυτών και τα αδρανοποιεί προσωρινά, ενώ παρουσία καδμίου η διαδικασία αυτή διακόπτεται. Όταν δηλαδή στα νεφρά η στο ήπαρ συσσωρευτεί περισσότερο κάδμιο από αυτό που μπορεί να δεσμευθεί με τη μεταλλοθειονίνη, τότε γίνεται ανταλλαγή του καδμίου με τον ψευδάργυρο που υπάρχει στα ένζυμα, με αποτέλεσμα τον καταβολισμό των αντίστοιχων πρωτεϊνών. Οι ενώσεις του καδμίου θεωρούνται υπεύθυνες για αναπνευστικές δυσλειτουργίες και καρκινογενέσεις, ενώ το κάπνισμα αυξάνει την επιβάρυνση του οργανισμού με κάδμιο.
  • Το χρώμιο, ως εξασθενές, (Cr(Ι)) προκαλεί συμπτώματα χρόνιας δηλητηρίασης που είναι συνήθως αντιστρεπτά, και περιλαμβάνουν αναπνευστικές και δερματικές βλάβες, αλλά έπειτα από χρόνια έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις του είναι καρκινογόνο. Αποθηκεύεται κυρίως στα νεφρά και τον σπλήνα, με ίχνη ποσοτήτων του να ανιχνεύονται και στην καρδιά, τους πνεύμονες, το πάγκρεας και τον εγκέφαλο. Αντίθετα, οι ενώσεις του τρισθενούς χρωμίου είναι σε πολλούς οργανισμούς χρήσιμες, όπως για την διατήρηση του βάρους του με την ενεργοποίηση των ενζύμων που μεταβολίζουν την γλυκόζη και τα λίπη σε ενέργεια.
  • Ο χαλκός (Cu), το κοβάλτιο (Co), ο ψευδάργυρος (Zn), που – όπως προαναφέρθηκε – σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις είναι απαραίτητα ιχνοστοιχεία, σε υψηλότερα επίπεδα γίνονται τοξικά. Αυξημένες ποσότητες χαλκού που μεταφέρονται με την κυτταροπλασμίνη και συσσωρεύονται στο συκώτι προκαλούν τη νόσο Wilson, ενώ και το αργίλιο ή αλουμίνιο (Al) ενοχοποιείται για νευροτοξικές βλάβες και ίσως σε κάποιο βαθμό για την νόσο Alzheimer, όταν συσσωρεύεται στον εγκέφαλο.

 

Πηγές ρύπανσης με μέταλλα

Οι φυσικές πηγές ρύπανσης συνήθως είναι μη σημειακές, και οι κυριότερες είναι:

1) Η διάβρωση πυριγενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων και εδαφών ελευθερώνει ανόργανες μορφές μετάλλων που καταλήγουν στα θαλάσσια ιζήματα.

2) Η καθίζηση αιωρούμενων σωματιδίων σκόνης που προέρχονται από την διάβρωση του εδάφους λόγω ανέμου, καθώς και από ηφαιστειακές αναθυμιάσεις και εκρήξεις.

3) Οι αποθέσεις υπολειμμάτων ζωικών και φυτικών οργανισμών που καταλήγουν στην θάλασσα μέσω των ποταμών και των ρευμάτων απορροής.

Οι ανθρωπογενείς πηγές ρύπανσης μπορεί να  είναι είτε σημειακές και εντοπισμένες, οπότε μπορούν να αντιμετωπιστούν ευκολότερα, είτε μη σημειακές. Οι κυριότερες είναι:

1) Οι επιφανειακές απορροές από μεταλλεία και ορυχεία που έχουν συνήθως χαμηλό pH.

2) Η καύση ορυκτών καυσίμων που εκλύει στην ατμόσφαιρα σωματίδια στα οποία είναι προσροφημένες σημαντικές ποσότητες τοξικών μετάλλων, και στη συνέχεια καθιζάνουν στο έδαφος και απορρέουν τελικά στην θάλασσα.

3) Οι εκβολές ποταμών ιδιαίτερα επιβαρυμένων. Για παράδειγμα, το 90% της ρύπανσης ανθρωπογενούς προέλευσης της Μεσογείου διοχετεύεται μέσω ποταμών. Τα νερά απορροής από τις καλλιεργούμενες εκτάσεις μεταφέρουν υπολείμματα από αρκετά γεωργικά φάρμακα που περιέχουν ενώσεις του χαλκού, του αρσενικού κ.α.

4) Τα αστικά και βιομηχανικά λύματα και άλλα υγρά απόβλητα των παράκτιων πόλεων που είναι επιβαρημένα με βαριά μέταλλα διοχετεύονται μέσω τάφρων η αγωγών σε ποταμούς, λίμνες η στην θάλασσα.

Σχεδόν όλα τα τοξικά μέταλλα είναι πολύ σταθερά και πρακτικά δεν αποσυντίθενται, αφού είναι απλά χημικά στοιχεία, οπότε και παραμένουν στο περιβάλλον, μεταφερόμενα με διαφόρους τρόπους τελικά στην θάλασσα. Δεν είναι φυσικά εφικτό να επιχειρήσουμε να συγκεντρώσουμε όλο το κάδμιο ή τον μόλυβδο και το χρώμιο και να τα αποθέσουμε και πάλι στο έδαφος ως αδρανέστερες μορφές τους. Μπορούμε όμως να αναπτύσσουμε νέα προϊόντα φιλικότερα προς το περιβάλλον, αντικαθιστώντας τα τοξικά μέταλλα με σύγχρονα συνθετικά υλικά, να εφαρμόζουμε αποδοτικότερους τρόπους για να διαχειριστούμε τα αστικά, βιομηχανικά και αγροτικά απόβλητα και φυσικά να περιορίσουμε στο εξής την περαιτέρω έκλυσή τους στο περιβάλλον.

5 Ιουνίου 2011

Επίκουρος καθηγητής, Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας, Τμήμα Χημείας, ΑΠΘ Γεώργιος Ζαχαριάδης

 

Βιβλιογραφία

  1. EU Directive 98/83/ΕΕ, Οδηγία 3ης Νοεμβρίου 1998, Σχετικά με την ποιότητα των νερών που προορίζονται για την ανθρώπινη κατανάλωση [Επίσημη Εφημερίδα L 330 της 5.12.1998]. ΚΥΑ Υ2/2600/2001- ΦΕΚ-892 Β’/11-7-01.
  2. U.S. Environmental Protection Agency, Drinking Water Standards and Health Advisories, EPA 822-R-04-005, Office of Water, Washington, DC, 2004.
  3. Blackfoot diseace and arsenic: a never-ending story, Tseng CH, J Environ Sci Health C Environ Carcinog Ecotoxicol Rev. 2005, 23, 55-74
  4. Toxicological profiles for lead, cadmium, arsenic, mercury, copper, chromium, aluminum. U.S. Dept of Health and Human Services, Public Health Service, Agency for Toxic Substances and Disease Registry, Pb (2005), Cd (1999), As (2005), Hg (1999), Cu (2004), Cr (2000), Al (1999).
  5. United Nations Environment Programme, World Health Organization, International Program on Chemical Safety. Mercury (1989). Chromium (1988). Arsenic (1981). Lead (1989).
  6. Oxidative mechanisms jn the toxicity of metal ions.S. Stohs and D. Bagchi, Free Radical Biology & Medicine, 1995, 18, 321-336.
  7. Analytical performance of ETAAS method for Cd, Co, Cr and Pb determination in blood fraction samples. Daftsis E. and Zachariadis G., Talanta, 2006, In Press.
  8. Lead neurotoxicity: From exposure to molecular effects. C. Toscano and  T. Guilarte T., Brain Research Reviews, 2005, 49, 529 – 554.
  9. Οn-line speciation of mercury and methylmercury by cold vapor atomic absorptiοn spectrometry, using selective solid phase extraction. G. A. Zachariadis, A. N. Anthemidis, Ε. Daftsis, J.A. Stratis,  Journal of Anaytical Atomic Spectrometry, 2005, 20, 63-65.
  10. Molecular and cellular mechanisms of cadmium carcinogenesis
  11. M. Waisberg, P. Joseph, B. Hale, D. Beyersmann, Toxicology, 2003, 192, 95–117.
  12. Trace elements: Their distribution and effects in the environment. B. Markert and K. Friese, Elsevier Publ., 2000.

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ

Καιρός σήμερα και πρόγνωση καιρού για κάθε περιοχή

Κοινωνικη δικτυωση