Έχεις χρέος…

του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
Δασολόγου – Περιβαλλοντολόγου

Στους σημερινούς καιρούς τα πράματα είναι διαφορετικά σε σχέση με παρελθόν. Βρισκόμαστε πια μακριά από την εποχή των απηνών καταστροφών. Όχι βέβαια ότι και σήμερα καταστροφές αρχαίων τόπων, συλήσεις και καταληστεύσεις μνημείων και έργων τέχνης δε γίνονται. Όμως η απαγόρευση, η ποινή, η φύλαξη διαμόρφωσαν νοοτροπίες προστασίας και θετικές για τ’ αρχαία μνημεία και τους αρχαίους τόπους συμπεριφορές. Το ζήτημα όμως της συνείδησης και της αίστησης γι’ αυτά από τον Έλληνα εξακολουθεί να υφίσταται. Το ερώτημα που τίθεται είναι: Ποία η χρεία της προστασίας τους όταν η αγνόηση του παρελθόντος ως πράξη των καιρών, οδηγεί σε ατομικούς και κοινωνικούς καταπεσμούς; Το παρόν διασυνδέεται με παρελθόν, είναι η ρίζα του. Την τόσο πλούσια όμως ελληνική ρίζα, εμείς (και κείνοι οι άλλοι, που μάς έφθειραν) την αποκόψαμε, την κάναμε αδύναμη για να κρατήσει το νιο οικοδόμημα. Κι ενώ θα μπορούσαμε διατηρώντας την και περιποιώντας την να φτιάχναμε οικοδόμημα στέρεο κι ανθηρό, δεν το πράξαμε. ή δε μας άφησαν να το πράξουμε, έχοντας όμως και στην περίπτωση αυτή μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Και τούτο διότι δε συνειδητοποιήσαμε −ή δε μας άφησαν να το κάμουμε− ότι η δύναμή μας είναι ο πολιτισμός μας. Ενεργοποιώντας τον στις πράξεις μας, παίρνοντας από αυτόν, θα δημιουργούσαμε με αψηλοσύνη και δύναμη πνευματική, με μέτρο και φρόνηση, με όραμα και προοπτική, αποτελώντας το πολιτιστικό παράδειγμα για το αύριο. Σήμερα, το σύνηθες είναι ν’ απαξιώνονται οι αρχαιότητές μας από τον Έλληνα, ο οποίος όφειλε, ως έχων ευθύνη και υποχρέωση, ξεπερνώντας το ένοχο παρελθόν του κι επαναπροσδιορίζοντας τη στάση του απέναντί τους, ν’ αναγνωρίσει την αξία τους και να τις σεβαστεί, προστατεύοντάς τες πρώτα κι ουσιαστικά με την ψυχή του, έχοντας συνείδηση κι αίστηση γι’ αυτές.

Ανατρέχουμε στους θερμουργούς της διανόησής μας και παίρνουμε διδαχή από αυτούς. Στον Σεφέρη, ο οποίος εμπνέεται από τους ιστορικούς, τους αρχαίους τόπους. Στον Καζαντζάκη, που σκύβει σεβαστικά πάνω τους και μεγαλουργεί αποδίδοντας τον Όμηρο. Στον Σικελιανό, που διοργανώνει αγώνες (τους Δελφικούς) στον αρχαίο χώρο των Δελφών, αναπαριστώντας με πνευματικότητα και καλλιτεχνικότητα τις αρχαίες τελετές. Στεκόμαστε ακόμα στο γεγονός ότι ξένοι διανοητές, όχι αρχαιολάτρες μα πνεύματα ανεξάρτητα, στοχάστηκαν για την Ελλάδα σκύβοντας στα μνημεία της και γεμίζοντας την ψυχή τους από το μεγαλείο τους (όπως ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, ο οποίος επισκέφτηκε προπολεμικά την Κνωσό, την Επίδαυρο και άλλους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, και πάντα μιλούσε με δέος γι’ αυτούς). Σήμερα, ποιος γέμει την ψυχή του από το αρχαίο μεγαλείο; Ποιος ψυχώνεται, ποιος υψώνεται, όχι καυχηματικά αλλά διανοητικά, από το αρχαίο πνεύμα, και με συνείδηση, κατά τη διδαχή και το πράξιμο του προγόνου, κραταιώνεται; Δε μιλούμε γι’ αρχαιολατρεία με τη στείρα θεώρηση του παρελθόντος, που οδήγησε σε εξάρσεις και δογματισμούς. Μιλούμε για το αξιακό πρότυπο του αρχαίου κόσμου, για το δημιουργικό νενίκηκά του και για την αναικαινιστική του επίδραση, που πρέπει να προσλάβουμε. Η ιστορία το ζητεί, η ψυχή το θέλει: ο Έλληνας την κλήρα του να σεβαστεί και να σοφιστεί για το μέλλον του παίρνοντας από αυτήν.

Δυστυχώς όμως, αυτό που ζητείται ως ενέργεια διαπλαστική να γενεί, η ψυχική επαφή με το παρελθόν, στα πλαίσια της κεντρόφυγας αναζήτησης του παρόντος −πράξη οπωσδήποτε κρίσιμη για το μέλλον του ανθρώπου−, σήμερα αγνοείται από τον Έλληνα, ο οποίος δεν έχει συνειδητοποιήσει τη βαριά ευθύνη που κουβαλά για το υψηλό παρελθόν του. Στους καιρούς που ζούμε, η σχέση μας με το αρχαίο παρελθόν μας εξαντλείται σε σύντομες, τυπικές, επισκέψεις στους τουριστικότερους από τους αρχαιολογικούς χώρους (αν πραγματοποιούνται κι αυτές…), ή σε κάποιες εξορμήσεις σ’ αρχαία θέατρά μας, για την απόλαυση των καλλιτεχνικών θεαμάτων που φιλοξενούνται εκεί. Η δε διδαχή (η σπουδή ακόμα) για τον αρχαίο κόσμο είναι τυπική. Συνήθως, τίποτα άλλο πέρα από αυτά. Καμιά εντρύφηση, καθόλου εμβάθυνση. Εκεί τελειώνει η επαφή μας με την αρχαιότητα. Δεν προλαβαίνουμε, κατά την τυπική δικαιολογία, για κάτι περισσότερο. Δεν προφταίνουμε, στους γρήγορους καιρούς μας, να διανοηθούμε! Οι αρχαίοι συγγραφείς θέλουν κόπο για να διαβαστούν, οι αρχαίοι τόποι θέλουν χρόνο για να τους γνωρίσεις. πολύ δε περισσότερο να τους αιστανθείς. Εξάλλου, τέτοια πράματα βρίσκονται μακριά από σύγχρονη αντίληψη περί απόλαυσης, περί χαλάρωσης και ξεκούρασης −μάλλον κουράζουν τη σκεπτική πλευρά του μυαλού, αφού η θεώρηση στη χαλάρωση είναι απορριπτική!

Υπάρχει όμως και η σκοτεινότερη πλευρά του φεγγαριού. Αυτή που δε μάς τιμά ως χώρα και ως λαό, ο οποίος θέλει να προβάλλεται ως κληρονόμος ενός υψηλού παρελθόντος. Τους διαλύουμε τους αρχαίους μας χώρους, με νέου τύπου λεηλασίες. Τους διαλύουμε με πράξεις ιταμές, τους καθυβρίζουμε και τους καταδικάζουμε σε ανοίκειο έλεος. Τους απαξιώνουμε με τον τρόπο που λειτουργούμε και συμπεριφερόμαστε, καθιστώντας τους παράταιρους, φορές ασήμαντους. Ιδού τι έγραφα για τον αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας του Πλάτωνα, σύμφωνα με μια εντύπωση που αποκόμισα το έτος 2006: «Μπαίνω στο εσωτερικό του. Και τι αντικρίζω; Τον άλλοτε κατάφυτο χώρο της σχολής, εκεί όπου ο Πλάτωνας φιλοσοφούσε με τη φύση πλοηγό, να έχει καταστεί τόσο φτωχός από τα στοιχεία που του δίναν τη δύναμη του φιλοσοφείν, ώστε η αλλοτινή διαφορετικότητα και μεγαλοσύνη του να φαντάζει μακρινή και ολότελα ξένη με το συγκεκριμένο περιβάλλον. Το πράσινο, αρκούντος λιγοστό, φυτά κατά κύριο λόγο ξενικά, φοίνικες και άλλα συναφή…, σε «ιδιότυπη αρμονία» με τα γηγενή και με τη συνοδεία χλοοτάπητα, ν’ αποτελεί στοιχείο παράταιρο σε σχέση με το περιβάλλον που όφειλε ν’ αντιπροσωπεύει. Τ’ αρχαία ερείπια σε διασπορά −τα βρίσκεις δώθε κείθε…−, πολλά από τα οποία να έχουν υποστεί τη φθορά των συνθημάτων ανεγκέφαλων νεοελλήνων, και τα ιερά ελαιόδενδρα, σύμβολα υποτίθεται του συγκεκριμένου χώρου, να έχουν υποστεί (κι αυτά!) την ιεροσυλία των συνθημάτων, έτσι που η σύνολη παρουσία τους μα μην αναπέμπει (ούτε στοιχειωδώς) στη μεγαλοσύνη του χώρου. Ενώ, τα λογής έμψυχα κι άψυχα στοιχεία του ιερού πάρκου, που λες και υπάρχουν για να κάμουν πιο θλιβερό και παράταιρο το σκηνικό (σκουπίδια, αδέσποτα ζώα κ.ά.), φαίνεται ν’ αρμόζουν στο συγκεκριμένο περιβάλλον, αποτελώντας συστατικά μέρη του απαξιωμένου χώρου!» (Καπετάνιος Αντ., «Αθήνα ζεις; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει…», εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 2006, σελ. 390).

Όταν την 26η-8-2007 καιγόταν η Αρχαία Ολυμπία, από λάθη Ελλήνων, η παγκόσμια κοινωνία κοιτούσε συγκλονισμένη. Ολέθρια ήταν η καταστροφή. Τότε, γυμνοί και μοιραίοι μπρος στην καταστροφή, εκτεθειμένοι στην κατακραυγή, νοιώσαμε το τι κακό γίνηκε, το τι κακό κάναμε. Δεν ήταν φυσικό φαινόμενο η καταστροφή, ήταν ανθρώπινο φαινόμενο, αποτέλεσμα των λανθασμένων πρακτικών μας στη διαχείριση του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντός μας, καθώς των μετέπειτα χειρισμών στην αντιμετώπιση της καταστροφής. Δεν προστατεύσαμε την ιστορία μας, αυτό που ήταν η ψυχή μας. Οργιστήκαμε με το αποτέλεσμα, έχοντας, έστω και μονοστιγμής, συνειδητοποιήσει το ατόπημά μας προς το παρελθόν. Με τους εαυτούς μας θυμώσαμε, στην παροδική μας ειλικρίνεια (μάλλον επίπλαστη/ψεύτικη) με ότι μας εκπροσωπεί, με τα πρόχειρα που μας εκφράζουν. Είπαμε ότι θα ξαναφτιάξουμε τα καμένα, δε θα ξαναπροδώσουμε τη γη. Ωραίο θα ήταν αυτό, αν όμως το θέλαμε πραγματικά… Διότι δεν το μπορέσαμε αφού ίδια συνεχίζουμε, ίδια πορευόμαστε, όπως και πριν, στη λήθη και την άγνοια. Πώς θα προστατέψεις κάτι όταν δε το νοιώθεις, όταν είσαι μακριά του; Ας μη γελιόμαστε. Εάν δε αιστανθείς αυτό που θα προστατέψεις, δε θάναι αληθινή κι ουσιαστική η προστασία του. Ίδια συνεπώς είναι τα λάθη που κάνουμε, ίδια η πορεία μας στη λήθη. Η απογοήτευση, η πικρία για τη στάση ζωής του Έλληνα, για τη συμπεριφορά του απέναντι σε ό,τι θα έπρεπε να τον δονεί, έχει αιτία: δεν υπάρχει επίγνωση της ευθύνης για την προστασία του πολύτιμου, του ωραίου, δεν υπάρχει συνειδητοποίηση της αξίας του υψηλού, δεν υπάρχει αντίστοιχη φιλοσοφία ζωής, σπουδή του παρελθόντος και ιστορική μνήμη, γι’ αυτό λοξοδρομούμε. Μας απομακρύνει η άγνοια, μας παρασέρνει η άφεση. αυτά μας αποπροσανατολίζουν από τα ουσιαστικά του βίου, από τη σχέση μας με το παρελθόν. Αποκομένοι από τις ρίζες, μετέωροι στη ζήση, πορευόμαστε αστόχαστοι σε μιαν απροσδιόριστη κι άδηλη πρόοδο, χωρίς κάτι να μας κινεί προς στόχους πραγματικά υψηλούς και να μας κατευθύνει.

Σε αυτή τη χώρα που έλαχε να ζούμε, επιφορτιστήκαμε με μια μεγάλη ευθύνη: να κουβαλούμε το βάρος της μακραίωνης ιστορίας μας, ενός παγκόσμιου πολιτισμού, μιας πολύτιμης φύσης, και να το παραδίνουμε ακέραιο −πιο βαρύ ναι, όχι όμως λειψό− στους απογόνους. Είναι χαρακτηρσικό το γεγονός ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’30 το εικαστικό γαλλικό περιοδικό cahiers d’ art, σε αφιέρωμα που είχε για την Ελλάδα, τη χαρακτήρισε ως φυσικό και ιστορικό μουσείο, κάτι που δηλοί την υψηλή αξία που απέδιδε στο φυσικό και ιστορικό περιβάλλον της! Σύμφωνα με τον Άγγελο Σικελιανό: «…ο λαός, πιστωτής (είναι) και κληρονόμος άπειρης ευθύνης». Είναι γεγονός ότι δεν το καταφέρνουμε αυτό. Λιγοστεύει το φορτίο, αλί!.. Άθλος να το κουβαλάς –βαρύ κι ασήκωτο είν’ αλήθεια. Όμως, τι απογοήτευση αν του αφαιρείς κιλά, αν το αποβάλλεις. παρά το γεγονός ότι τούτο είναι ο πλούτος σου, ο μόνος ίσως!..

Η διατήρηση των πηγών της ιστορίας και του πολιτισμού μας, των τόπων, των τοπίων, των στοιχείων τους, αποτελεί μέρος της ευθύνης την οποία επωμιστήκαμε. Παρασυρμένοι όμως από τα σύγχρονα, αγνοούμε τα παλιά, που τα εγκλείουμε στο χρονοντούλαπο π’ αποκαλούμε παρελθόν-ιστορία, σαν απολιθώματα. σαν όλα τα περασμένα να παρήλθαν και δε μας άγγιξαν. Η απαξίωση του παρελθόντος μας και η έλλειψη σεβασμού στην ιστορία μας, οδήγησε σε ανείπωτες καταστροφές, οδήγησε στην αποπνευμάτωση και τον αποπολιτισμό μας. «Η Ελλάδα έχει εξουσία θανάτου και ζωής», έλεγε υψωτός ο Άγγελος Σικελιανός −μεγάλη ευθύνη αλήθεια, απορρέουσα από το παρελθόν της χώρας, που γίνεται ένα συνεχές παρόν για το μέλλον. Στη συγχρονοποίησή μας όμως, και τη σημερινή μας αποσυνάρτηση από τα παρελθόντα και τα μέλλοντα, ημπορούμε νέους Μαραθώνες ζωής;

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ

Καιρός σήμερα και πρόγνωση καιρού για κάθε περιοχή

Κοινωνικη δικτυωση