ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΗ

Τι είναι ηθική και πώς γίνεται αντιληπτή από τον άνθρωπο; Ηθική είναι ένα σύνολο κανόνων της κοινωνίας, ένα σύνολο ηθικών επιταγών που αφορούν στην κοινωνική συμπεριφορά του ατόμου και των ομάδων, με τις οποίες εφοδιάστηκε η ανθρωπότητα διά των αιώνων για ν’ αντισταθεί στη βαρβαρότητα, που σήμερα μάς απειλεί (δυστυχώς) εκ των έσω. Είναι ένας κώδικας αξιών που μελετά κι ενδεχομένως καθορίζει τη συμπεριφορά των μελών της κοινωνίας αυτής με κριτήριο τι είναι αποδεκτό και τι όχι.

Αλλιώς θα λέγαμε ότι είναι το σύνολο των καθηκόντων μας, των υποχρεώσεων κι απαγορεύσεων που επιβάλλουμε στους εαυτούς μας, ανεξαρτήτως αμοιβής ή τιμωρίας, ούτε κάποιας ελπίδας. Ή διαφορετικά, θα λέγαμε ότι είναι το σύνολο όσων αξίζουν ή επιβάλλονται, άνευ όρων, για μια δεδομένη συνείδηση. Σε μια απλούστερη προσέγγιση θα λέγαμε ότι η ηθική προσδιορίζεται από τη σχέση, το τι είναι «καλό» και τι «κακό».

Όλα τα παραπάνω προσδιορίζουν την αποκαλούμενη «θετική ηθική», δηλαδή την ηθική που καθιερώθηκε από την κοινωνία κι έχει αποκτήσει την ισχύ άγραφου δικαίου, που απαιτεί τη συμμόρφωση επιβάλλοντας το αξιόπρακτο. Έχει, θα λέγαμε, περιεχόμενο ιδεολογικό, αλλά και πρακτικό μαζί, αφού απαιτείται για νάναι ουσιαστική, η ιδέα (η ιδεολογία της πράξης) να γίνεται πράξη. Η τέτοια πράξη έχει την έννοια της ενέργειας που προκύπτει από τη βούληση του ανθρώπου κι αποτελεί μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο. Είναι ενέργεια που προκύπτει από τη συνείδηση και τη λογική του ανθρώπου, κι όχι από το ένστικτο, και ως τέτοια έχει το χαρακτήρα της θετικής ενέργειας.

Η ηθική, παρά τ’ ότι είναι συλλογική ιδέα, λειτουργεί παράλληλα κι ως ένα βαθμό υποκειμενικά, συναρτώμενη από το άτομο που την ασκεί και από τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται, από τη συνείδησή του σύμφωνα με την ιδέα του. Όταν όμως διά της ηθικής διαμορφώνεται ένα status συμπεριφοράς της κοινωνίας τ’ οποίο προκύπτει από κώδικα αξιών που γίνεται κοινά αποδεκτός, τότε δεχόμαστε την ηθική ως επιβάλλον μέτρο, ως θεμελιακό νόμο της ζωής μας˙ κι έτσι αποκτά η ηθική το χαρακτήρα της συλλογικής ιδέας. Η ηθική, μετά τούτων, δεν αναιρεί το άτομο ως προσωπικότητα, δεν του αποστερεί το δικαίωμα της ελεύθερης σκέψης κι ενέργειας, αφού το καθένα άτομο μέσα στην κοινωνία έχει τη δική του ταυτότητα και την εσωτερική και προσωπική του αυτονομία, πλην όμως καθορίζει βάσει των αξιών που η κοινωνία ως συλλογικό όργανο θέτει, των αξιών της ζωής πούναι διαιώνιες και πάγκοσμες, τους κανόνες λειτουργίας του ατόμου, στα πλαίσια λειτουργίας της κοινωνίας.

Ο άνθρωπος φέρει διττό εαυτό κινούμενος από το «εγώ» και το «εμείς», που ενυπάρχουν ως τάσεις μέσα του. Η συνισταμένη των ενεργειών του κάτω από τον κανόνα της εναρμονισμένης με το γενικό καλό ενέργειας, είναι αυτή που καθορίζει τον τρόπο του ζην κάθε ανθρώπου σε ατομικό επίπεδο, που αντικατοπτρίζεται σε τρόπο του κοινωνείν στο συλλογικό επίπεδο. Η αρχή της ενσωμάτωσης του διττού μέσα στοιχείου του κάθε ανθρώπου, απαιτεί «θυσίες» σε προσωπικό επίπεδο −π.χ. την απόδοση μέρους του ατομικού κέρδους στην κοινωνία−, ώστε να εξυπηρετηθεί το σύνολο, διά του οποίου εξυπηρετείται και το ενταγμένο σε αυτό άτομο. Η ενέργεια επομένως του ανθρώπου σε ατομικό επίπεδο επιστρέφεται στον ίδιο ως όφελος μέσα από την πραγμάτωσή της σε κοινωνικό επίπεδο, και τούτο αναδεικνύει την ανάγκη της κοινωνίας να λειτουργεί με γνώμονα το γενικό καλό (ως κοινωνία με την κυριολεκτική της σημασία), προστατεύοντας, αναδεικνύοντας και διαχειριζόμενη ορθά τα κοινά αγαθά, όπως είναι η φύση, το τοπίο, το περιβάλλον γενικότερα, που αποτελούν την αρχή και κατακλείδα της προσπάθειάς της.

Μια τέτοια κατάσταση κοινωνικής λειτουργίας δημιουργεί τον πολιτισμό των κοινών του ανθρώπου, που απέρρευσε από την έννοια της δημοκρατίας, στην οποία το συμμέτοχον, το αλληλέγγυον, το αλτρουϊστικόν και το κοινόν, αποτελούν τον αυτοσκοπό του πράττειν. Τούτο βεβαίως προκύπτει μέσα από την ηθική του ανθρώπου σε σχέση με τα κοινά, οπότε απαιτείται η καλλιέργεια ως προς αυτό. Μια ηθική σύμφωνα με την οποία, το «εγώ», που υπνωτεί σήμερα, γίνεται όργανο, οδηγός, σκοπός και παραστάτης του «εμείς», σε μιαν ουσιαστική δημοκρατία λειτουργίας των κοινών.

Το αντίθετο οδηγεί σ’ έλλειψη ηθικής ή καλλίτερα σε κρίση της ηθικής λόγω επικράτησης του «εγώ» πάνω στο «εμείς» και στη σταδιακή και φθοροποιό μετάβαση από την κοινωνικότητα στην αποκοινωνικοποίηση. Η ηθική εκφράζει ένα κοινώς αποδεκτό δέον, που συναρτάται με τον τρόπο λειτουργίας του ανθρώπου στο όλον, στην κοινωνία και στο περιβάλλον. Όταν αυτό βάλλεται, προσβάλλεται και μεταβάλλεται αρνητικά οδηγούμαστε σε κρίση της ηθικής πούναι κρίση της κοινωνίας και περιβαλλοντική κρίση. Η κρίση της ηθικής δεν σημαίνει έλλειψη αξιών −αυτές ενυπάρχουν αθεώρητες, ανεπεξέργαστες−, αλλά διαστρέβλωσή τους και παραποίησή τους, επιλεκτική εφαρμογή τους ή αγνόησή τους. Η, συνεπεία τούτων, έλλειψη ηθικής ιδεολογίας ή, εις το άλλο άκρο, δημιουργία κατά τον Νίτσε του αδέσμευτου από ηθικούς κανόνες κι ανένταχτου ατόμου, του α-ηθικού ατόμου, οδηγεί αυτό και την κοινωνία στην οποία λειτουργεί, στην α-ηθικότητα, κι όχι στην ανηθικότητα, όπως κακώς χαρακτηρίζεται η εν λόγω κατάσταση. Και τούτο διότι στην ανηθικότητα παραβιάζονται οι παραδεδεγμένοι κανόνες, λειτουργώντας τα κριτήρια που τους προσδιορίζουν, ενώ στην α-ηθικότητα υπάρχει έλλειψη των κριτήριων που φτιάχνουν τους κανόνες.

Από την άλλη πλευρά η ηθικολογία αναφέρεται στην προσκόλληση σε σχήματα και στεγανά, σε κανόνες υπερβολικούς, που τελικά οπισθοδρομούν την κοινωνία εν ονόματι μιας ακίνητης, δεσμευτικής κι ανελεύθερης τάξης, μιας φορμαλιστικής κοινωνικότητας. Η ανελευθερία του τύπου της τάξης κι όχι της τάξης των κανόνων της ηθικής, ως πρακτική της ιδεολογίας της ηθικής, συνιστά τη φυλακή της ψυχής των ανθρώπων που ασφυκτιούν στο Είναι τους.

Με την απελευθέρωση της κοινωνίας από τα «δεσμά» του νατουραλισμού, από το πνεύμα της κοινότητας και του οικοκοινωνισμού, και με το ξεχώρισμα του ανθρώπου από τη φύση, μπόρεσε αυτός να λειτουργήσει αυτόνομα και να πράξει (να παράξει κατά τη λογική του καπιταλισμού) στο σύστημα με τους δικούς του κανόνες, μη συμπορευόμενος με τους φυσικούς. Έφτιαξε έτσι τοπία, έφτιαξε περιβάλλοντα που ο ίδιος διαμόρφωσε ή κατηύθυνε. Διασφάλισε την ανεξαρτησία του στο σύστημα, να λειτουργεί με βάση τη νόησή του, που πλέον συμπληρώθηκε με τη βούλησή του, και τούτο δημιούργησε τη μεγάλη ανατροπή στη σχέση ανθρώπου – φύσης. Καθότι η βούληση έδωσε στον άνθρωπο το δικαίωμα να ενεργεί κατά το συμφέρον του, και ν’ αυθαιρετεί σε βάρος του φυσικού υποκειμένου.

Βεβαίως, η «αυθαιρεσία» δεν έχει τα χαρακτηριστικά της αρνητικής πράξης που προξενεί ζημιά στο ανθρώπινο σύστημα −ως μεγασύστημα, κατά την προκείμενη θεώρηση, στ’ οποίο περιλαμβάνεται το φυσικό υποσύστημα (στην πραγματικότητα όμως το αντίθετο συμβαίνει!)−, διότι διασφαλίστηκε η ενέργειά του ως νόμιμη και θετική, περιβαλλόμενη από το μανδύα της εξυπηρέτησης της ανάπτυξης, της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, της εξέλιξης της κοινωνίας μέσω της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. Είναι δηλαδή υλιστικό το πρότυπο της κοινωνίας που διαμορφώθηκε, μακρινό όμως, και μάλλον ασύμβατο, με την έννοια της και τις ουσιαστικές της ανάγκες. Μέσα σε αυτό το πρότυπο διαμορφώθηκε το σύστημα αξιών του ανθρώπου.

Αλλάζοντας ο άνθρωπος, καλλιεργούμενος κι αναδομούμενος, αποξενώνεται από την παθογένεια της σκέψης του και της ενέργειάς του, που διαμορφώνει και την παθογένεια του συστήματος. Οι αλλάγες αφορούν στο επίπεδο της αντίληψης του κόσμου, σε σχέση με τη θεώρηση λειτουργίας του ανθρώπινου συστήματος, τ’ οποίο πρέπει να εστιάσει στον άνθρωπο και στο περιβάλλον του, κι όχι στο εργαλείο της ενεργείας του, που είναι η ύλη, όπως εκφράζεται μέσα από την οικονομία της αγοράς.

Ο έλεγχος της εσωτερικής φύσης του ανθρώπου διαμορφώνεται με την αλλαγή της αντίληψης για το ενεργείν, σύμφωνα με την πράξη του σε σχέση με την εξωτερική φύση, και τούτο συναρτάται με το εφαρμοζόμενο σύστημα ως προς το ζην. Η εσωτερική φύση του ανθρώπου εκφράζεται στο περιβάλλον της, κάτι που σημαίνει ότι αυτό την επηρεάζει αποφασιστικά. Τούτη είναι μια βασική παράμετρος του ενεργείν, που καθορίζει κείνο που προηγούμενως προσδιορίσαμε ως αυθαιρεσία του ανθρώπου στο φυσικό αντικείμενο. Ο Karl Marx είπε πάνω σε αυτό: «Με αυτόν τον τρόπο δρώντας πάνω στη φύση, που βρίσκεται έξω από αυτόν (από τον άνθρωπο) και αλλοιώνοντάς την, την ίδια στιγμή ο άνθρωπος αλλάζει και τη δική του φύση».

Για τη διαμόρφωση μιας ηθικής για τον τόπο, πρέπει να θεωρήσουμε αυτόν ως πηγή αξιών, με την έννοια ότι είναι πάροχος ζωής. Ταυτόχρονα του αποδίδουμε αξία διότι αναγνωρίζουμε ότι έχει αυταξία. Αξία βεβαίως έχει και ο άνθρωπος, ως οντότητα. Τούτα διαμορφώνουν το αξιακό πλαίσιο στ’ οποίο συγκροτείται το φυσικό κι ανθρωπογενές σύστημα, με τον άνθρωπο, νοούμενο αξιακά κι έχοντας διαμορφώσει μιαν ηθική για το όλον, να γένεται πάροχος, πονητής και διαχειριστής σε αυτό −μέγιστη το λοιπόν η ευθύνη του! Λειτουργώντας ο άνθρωπος στα πλαίσια της συγκροτημένης τούτης ολότητας διέπεται από ένα ήθος για τη φύση, που συνηθίζεται να λέγεται «περιβαλλοντικό ήθος», από ένα ήθος τον τόπο, που συγκροτεί την ευθύνη του γι’ αυτόν, αφού η ολότητα προσδιορίζεται ως περιβάλλον, σε αντίθεση με το θετικιστικό ήθος του σημμερινού τεχνοκρατικού πολιτισμού, που καταστρέφει τη φύση κι οδηγεί τον πλανήτη στην κατάρρευσή του.

Λογιζόμενος στα πλαίσια της φυσικής ολότητας ο άνθρωπος, έχοντας διαμορφωμένη την ανάλογη ηθική για τον τόπο, αντιλαμβάνεται το περιβάλλον ως ολότητα, στ’ οποίο κι αυτός συμμετέχει όντας μέλος του φυσικού γενόμενου. Σέβεται όλες τις μορφές ζωής και συμβάλλει στο κοινωνικό γίγνεσθαι ως παραγωγός αλλά και διαχειριστής του συστήματος, λόγω του χαρίσματος που διαθέτει, της νόησης, που του δίνει τη δυνατότητα (το δικαίωμα αν θέλετε) να κατευθύνει τον τρόπο του ζην σύμφωνα με την ηθική για τη φύση που έχει διαμορφώσει. Λογιζόμενος έτσι ο άνθρωπος γίνεται η συνείδηση της γης έχοντας αναλάβει την ευθύνη να διατηρήσει αυτήν εν αρμονία και ισορροπία.

Οι αξίες που ο άνθρωπος διαμόρφωσε από τη γέννησή του έως σήμερα και συγκροτούν τον τρόπο αντίληψης και λειτουργίας του στον κόσμο, προήλθαν και καλλιεργήθηκαν μέσα από τη σχέση του με το περιβάλλον του. Αξίες που άγονται από πρότυπα, όπως της ανταγωνιστικότητας ή της συλλογικότητας, διαμορφώθηκαν ακριβώς μέσα από τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, με τη λειτουργία του στον τόπο, καθώς και από την παρατήρηση από τον άνθρωπο και υιοθέτηση τρόπων λειτουργίας της φύσης, και καλλιέργειας αντίστοιχα των σχέσεών του με τους συνανθρώπους του. Έτσι δομήθηκαν οι κοινωνικές αξίες για τον περίγυρο, για το περιβάλλον, που εκφράζονται στη συμπεριφορά του ανθρώπου προς αυτό. Ο τρόπος που ο άνθρωπος το αντιμετωπίζει και αντιστοίχως λειτουργεί εντός του, συγκροτεί το αξιακό του γίγνεσθαι και την ηθική του για τον κόσμο, καθώς η σχέση με το φυσικό γενόμενο είναι άμεση και άπεφθη, χωρίς ν’ απαιτείται η προσαρμογή που υπάρχει στη σχέση με τους συνανθρώπους. Συνεπώς, η διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου και ο τρόπος του να λειτουργεί στην κοινωνία, απορρέει από τη συμπεριφορά του απέναντι στη φύση και τη λειτουργία του στον τόπο, κι έγκειται στην ουσιαστική πρόσληψη των κοινωνικών αξιών, που δι’ αυτής παράγονται, κι έχουν την πρωτογένεια και καθαρότητα της ειλικρινούς πρωταρχικής σχέσης, που ως παθητική αξία προσλαμβάνεται από τον άνθρωπο, και υπόκειται στη διαμόρφωση και προσαρμογή στα πλαίσια της κοινωνίας των ανθρώπων. Το ζήτημα είναι, κι αυτό δυστυχώς συμβαίνει σήμερα, μην η προσαρμογή μετεξελιχθεί σε διαστροφή, για την ικανοποίηση ατομικών ή οικονομικών ωφελειών, και τούτο πραγματοποιηθεί σε βάρος της φύσης και του πλανήτη γενικότερα!..

Μια τέτοια κατάσταση σημαίνει ότι έχει χαθεί το νόημα της πρωταρχικής έννοιας της κοινωνικής αξίας, και ο άνθρωπος έχει αποστασιοποιηθεί από το περιβάλλον του. Και τούτο διότι η επικοινωνία του και η σχέση του με το περιβάλλον, ως αναφορά στο κοινό αγαθό, έχει χάσει το κοινωνικό της στοιχείο κι έχουν παρεμβληθεί πρότυπα, όπως το οικονομικό, που έχει αναφορά στ’ ατομικό όφελος. Τα πρότυπα αυτά έχουν κατ’ ουσίαν επιβληθεί και καταστέλλουν την πραγματική σχέση του ανθρώπου με τους συνανθρώπους του και το περιβάλλον του, στα πλαίσια της κοινωνίας. Το κοινωνικό περιβάλλον διασυνδέεται άμεσα κι ουσιαστικά με το περιβάλλον οπού ο άνθρωπος ζει, με το φυσικό περιβάλλον, έτσι που η αποξένωσή του από αυτό να οδηγεί σε διαρραγή της κοινωνίας και σ’ έλλειψη κοινωνικότητας. Οι κοινωνικές αξίες συνεπώς αναδεικνύουν την περιβαλλοντική και τοπιακή μας ευθύνη, η οποία διασυνδέεται με την εξυπηρέτηση της κοινωνίας και των αναγκών της, στο πλαίσιο που το περιβάλλον δύναται να εξυπηρετήσει αυτές χωρίς να υποβαθμίζεται.

Η έννοια ωστόσο της αξίας, που προσδιορίζει την ηθική και τον τρόπο του ζην του ανθρώπου, είναι προβληματική, καθώς εννοείται διαφόρως, αναλόγως με το πολιτικοοικονομικό και κοινωνικό σύστημα ζωής που ακολουθείται. Η αξία σήμερα έχει εκφύγει του ηθικού νοήματός της, συναρτώμενη με το (υλικό) κέρδος, ενώ παλαιότερα είχε ηθικό προσανατολισμό.

Παλαιότερα το αξιακό πρότυπο κατευθύνονταν και υποστηρίζονταν από θεσμούς. Η παράδοση λειτουργούσε ως οδηγός, ως κανόνας ή ως σύμβουλος για την ενέργεια ή την πρακτική του ανθρώπου˙ σήμερα απωθεί ή δηλώνεται μουσειακά! Το ηθικό νόημα για τη ζωή προέκυπτε ως αυτονόητη προϋπόθεση, ως πεποίθεση, μέσα από την οικογένεια και την κοινότητα, μέσα από το σύστημα αλληλοβοήθειας που υπήρχε στην κοινωνία ως φυσική διαδικασία στα πλαίσια λειτουργίας των θεσμών, οπού ο άνθρωπος ενεργούσε εν τη φύσει, βάσει των κανόνων που του διαμόρφωνε τότε η ζωή και διασφαλιζόταν από τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς. Η χρήση της φύσης ήταν θεμιττή, κι αυτό αντικατοπτρίζονταν στη λειτουργία του τόπου, όχι όμως η εκμετάλλευσή της. Το οικονομικό κέρδος, μη συνδεόμενο με την κατανάλωση, δεν ήταν επιδίωξη, αφού προείχε η επιβίωση, η οποία για να διασφαλιστεί, έπρεπε να προστατευθεί η φύση, που αποτελούσε τον «τόπο» του ανθρώπου. Υπό αυτή την έννοια, θεσμοί που σήμερα έχουν υποβαθμιστεί, όπως η οικογένεια, τότε αποτελούσαν το ηθικό στήριγμα της κοινωνίας, υποστηρίζοντας το αξιακό πρότυπο ζωής του ανθρώπου, στ’ οποίο η φύση είχε ηθική υποστάση.

Για να θεωρήσουμε την προσφερόμενη αξία σε σχέση με το νόημά της, πρέπει να την ορίσουμε. Ο κοινός ορισμός που δίνεται είναι ότι, αξία είναι το σύνολο των ιδιοτήτων που αποδίδουν χρησιμότητα, σπουδαιότητα και σημασία σ’ ένα πρόσωπο ή πράγμα. Πιο σύνθετα θα λέγαμε ότι, αξία είναι μια πεποίθεση η οποία συνιστά έναν μονιμότερο, θεμελιώδη πνευματικό προσανατολισμό (ατόμων ή ομάδων) και βάσει της οποίας οι άνθρωποι επιλέγουν κάποιους τρόπους συμπεριφοράς ή σκοπούς ζωής. Γίνεται φανερό εκ τούτου ότι, στα πλαίσια της διατύπωσης ενός κοινά αποδεκτού ορισμού για την αξία, που να έχει λειτουργική σημασία, συμπεριελήφθη στην έννοια της η υλική αξία, μαζί με κάθε άλλη άϋλη (πνευματική, ηθική, ψυχική, αισθητική, συναισθηματική κ.ά.), συμπλέκοντας το λειτουργικό στοιχείο της αξίας με το ιδεατό, το πρακτικό με το υπερβατικό, το δυνατό με το δυνάμενο, ούτως ώστε να καταστεί αυτή προσλήψιμη κι εφαρμόσιμη. Και τούτο διότι η ενέργεια του ανθρώπου έχει νόημα εάν σημασιοδοτείται κι αξιώνεται, κι αντίστοιχα η αξία αποκτά νόημα και ουσιώνεται όταν υπειρχέται ως καθοδηγητική αρχή στην πράξη του ανθρώπου.

Δεδομένου ότι η αξία είναι αφηρημένη έννοια, έχει σημασία αυτή να σημαίνει την ενέργεια του ανθρώπου διαμορφώνοντάς την σύμφωνα με το ιδεατό πρότυπο συμπεριφοράς και τρόπου ζωής της κοινωνίας. Κείνο δε που πρέπει νάχουμε κατά νου είναι ότι οι αξιακοί κανόνες είναι ανθρώπινες κατασκευές, που είτε εξελίχθηκαν από την εμπειρία, είτε συνήχθηκαν από τη λογική. Αποτελούν διεργασία του ανθρώπινου νου σύμφωνα με την ανθρώπινη βίωση και τη σπουδή της ζωής, και διαμορφώνουν περιορισμούς της ελευθερίας δράσης του ανθρώπου. Οι άνθρωποι καθορίζουν την ηθική καταλληλότητα και θέτουν το αξιακό πρότυπο λειτουργίας της κοινωνίας. Αυτοί είναι υπεύθυνοι για το ζην που προορίζουν στον εαυτό τους σύμφωνα με τις αξίες λειτουργίας τους στη γη. Η αυταξία της φύσης, ως βασική θεώρηση της ηθικής γι’ αυτήν, συνειδητοποιείται μέσα από τον αξιακό προσδιορισμό του ανθρώπου, ο οποίος καλείται, ως ον με νόηση, να έχει ρόλο σοφού διαχειριστή στη γη. Για να το πετύχει αυτό πρέπει ν’ «αξιωθεί» ως ον, ν’ αποκτήσει δηλαδή τις αξίες για τη ζωή που θα τον κάμνουν ικανό και συνειδητό να τη σεβαστεί και να την προστατεύσει πραγματικά.

Η έννοια της αξίας μάς παραπέμπει στον Νίτσε, ο οποίος, αναφερόμενος στην υπεροχή του ανθρώπινου είδους, διέκρινε την ικανότητά του να δημιουργεί το καλό και το κακό. Επιδίωξη του ανθρώπου πρέπει να είναι η υπόταξη των υποκειμενικών αξιών στην υπηρεσία του κοινού αγαθού. Η αξία διαφέρει από την αρετή. Αρετή είναι η καθ’ έξιν διάθεση του ανθρώπου για την πραγματοποίηση του καλού. Αξία είναι η ποιότητα των πραγμάτων που τα καθιστά επιθυμητά. Σε τούτη την τελευταία αρχή στηρίζεται η επιθυμία μας για το τοπίο. Ορμώμενοι από την ανθρώπινη φύση, είτε βιολογικά, είτε πνευματικά, είτε ηθικά λειτουργούντες, επιθυμούμε τις ποιότητες του περιβάλλοντός μας.

Ο προσδιορισμός της αξίας, όπως προείπαμε, συναρτάται με το σύστημα ζωής στ’ οποίο την ορίζουμε. Χρησιμοποιώντας το ανθρωποκεντρικό σύστημα, η αξία συναρτάται με την εξέλιξη, όπως ο άνθρωπος την προσδιόρισε, σύμφωνα με το αξιακό του σύστημα. Το «είναι» εν προκειμένω προσδιορίζει την αξία κι όχι το «πρέπει», τ’ οποίο είναι καταναγκαστικό για τον άνθρωπο, καθώς απορρέει από το φυσιοκεντρικό σύστημα ζωής, το οικοκεντρικό, με τον άνθρωπο (στην τελευταία ταύτη περίπτωση) να βρίσκεται σε σχέση ενότητας με τη φύση −εξ ου και η χρησιμοποίηση του «οίκου» στην έννοια του συστήματος, στα πλαίσια της ολότητας φύσης κι ανθρώπου, που προδιαγράφεται. Σε αυτό το σύστημα της ενότητας ο άνθρωπος υπακούει στους βασικούς αξιακούς κανόνες που προσδιορίζουν το φυσικό αντικείμενο κι αφορούν την ίδια τη ζωή˙ πώς αυτή εννοείται και προσλαμβάνεται. Το «είναι» είναι ευέλικτο, ευπροσάρμοστο στο ρου της εξέλιξης, και δεν περιορίζει τον άνθρωπο. Αυτός με το «πρέπει» δε νοιώθει ελεύθερος, καθώς προσδιορίζεται σύμφωνα με τη φύση και το θεμελιακό αξιακό πρότυπο που απορρέει από το οργανικό φυσικό σύστημα −που μέρος του είναι ο άνθρωπος.

Στο εν λόγω σύστημα, έννοιες όπως «δέον» ή «καλό» (που είναι το φυσιοκρατικά ορθό), συναρτώμενες με το ον και τη ζωή, έχουν βάση και διαμορφώνουν το λειτουργικό προσδιορισμό της ενέργειας του ανθρώπου. Δεν είναι όμως συμβατές με το ανθρωποκεντρικό σύστημα ζωής, που τις θεωρεί πλάνη. Είναι πλάνη, αφού η έννοια του καλού είναι σχετική και υποκειμενικά αξιολογίσιμη (μετρήσιμη) σύμφωνα με τον εκάστοτε θεωρό. Εφόσον δεν μετράται για να προσδιοριστεί και ν’ αποδοθεί υπολογιστικά, δεν έχει αντικειμενική βάση ύπαρξης στο σύστημα. Είναι «καλό», π.χ., ο πονητής του τόπου να προστατεύει τη γη οπού ποιεί, οπού δέεται κι αναβιβάζεται, ενώ για τον τεχνοκράτη που θέλει τη γη για να δραστηριοποιηθεί κατά το πρότυπο της οικονομικής ανάπτυξης, δεν είναι «καλό» το να δεσμεύεται η γη αυτή μένοντας «αναξιοποίητη». Το αντικειμενικά καλό για τον πονητή, είναι υποκειμενικά καλό για τον τεχνοκράτη, και τούτο κάμει τον τελευταίο να ισχυριστεί, όντας μην εννοημένος σε μια σχέση ενότητας ανθρώπου – φύσης, ότι η αξία του φυσικού συστήματος είναι υποβαλλόμενη και εξωγενής, είναι εγγενής του συστήματος κι όχι του ανθρώπου. Μολαταύτα πρέπει ν’ αποδεχτούμε ως γενικά καλό τις εγγενείς αξίες του φυσικού συστήματος, που είναι αδιαμφισβήτητες αξίες, αποτελούσες το θεμελιακώς προκείμενο του φυσικού συστήματος, όπως π.χ. τη βιοποικιλότητα των οικοσυστημάτων. Λαμβάνοντας τες ως τέτοιες με βάση τη διαισθητική ηθική, προστατεύουμε τη φύση σύμφωνα με τον προκύπτοντα από τη θεώρηση τούτη αξιακό κανόνα.

(απόσπασμα από το βιβλίο του Αντώνιου Β. Καπετάνιου, “ΦΥΣΙΣ ΕΡΓΟΝ. Νοώντας για τη φύση…”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2017,http://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=40885#).

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ

Καιρός σήμερα και πρόγνωση καιρού για κάθε περιοχή

Κοινωνικη δικτυωση