Τα φοινικόπτερα στην Αλυκή

Η ιστορία των φοινικόπτερων στην Αλυκή Αιγίου

Η απρόσμενη εμφάνιση

Δεκέμβριος 1982. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι μεγάλα άσπρα πουλιά – μάλλον κύκνοι (τι άλλο;)- είχαν έρθει στην Αλυκή. Φτάσαμε με τον πατέρα μου και είδαμε πράγματι μια ομάδα από έντεκα ασπριδερά πουλιά στο κέντρο της λιμνοθάλασσας. Η Αλυκή ήταν τότε στα πρώτα χρόνια της απαγόρευσης του κυνηγιού. Δειλά – δειλά, τα άγρια πουλιά είχαν αρχίσει να την εμπιστεύονται ως σταθμό, αλλά πάντα με φόβο και κρατώντας απόσταση από τους ανθρώπους. Κιάλια τότε δεν είχαμε, ούτε οδηγούς αναγνώρισης – μόνο εγκυκλοπαίδειες και ειδικά τον «Θαυμαστό Κόσμο των Ζώων».

Φαίνεται αδιανόητο σήμερα, όμως εκείνη την πρώτη φορά που έβλεπα φοινικόπτερα δεν κατάλαβα τι ήσαν – ή, μάλλον, πίστευα ότι έβλεπα κύκνους. Ήσαν μακριά και χωμένα στο νερό χωρίς να φαίνονται τα πόδια. Μια ροδαλή απόχρωση πάνω τους έφερε στιγμιαία στο μυαλό μια σκέψη την οποία απώθησα αμέσως ως τρέλα: «Φλαμίνγκο στην Ελλάδα; Σύνελθε!».  Μέχρι που άπλωσαν τις φτερούγες και αποκάλυψαν το λαμπερό άλικο χρώμα. Ήταν πράγματι φλαμίνγκο! Ή, για να χρησιμοποιήσουμε το ελληνικό όνομα, Φοινικόπτερα. Αυτό είναι και το επιστημονικό (με λατινικούς χαρακτήρες) όνομα του πουλιού:  Phoenicopterus –δηλαδή  αυτός που έχει «φοινικές» φτερούγες. Οι αρχαίοι «φοινό» έλεγαν το βαθύ κόκκινο χρώμα – από το μοναδικό πορφυρό χρώμα που έβγαζαν οι Φοίνικες από κοχύλια.

Μετά από λίγο, τα πουλιά πέταξαν και πέρασαν από πάνω μας επιδεικνύοντας και το δεύτερο, μετά το ροζ χρώμα, χαρακτηριστικό των φοινικόπτερων: την μακριά  λεπτοκαμωμένη σιλουέτα, με σώμα, πόδια και λαιμό σε μια ευθεία, δημιουργώντας εκείνη την στεγνή, μακρόστενη, σαν μολύβι, εντύπωση. Στην κυριολεξία δεν το πίστευα, ήταν σαν να έβλεπα στην Ελλάδα κάτι εντελώς εξωτικό - Στρουθοκαμήλους ας πούμε. Και όχι άδικα. Μέχρι εκείνη την εμφάνισή τους στο Αίγιο, τα φοινικόπτερα ήσαν σπάνια, αφού είχαν εμφανιστεί λιγότερες από 30 φορές στην Ελλάδα στα προηγούμενα 150 χρόνια, δηλαδή κατά μέσο όρο μια παρατήρηση κάθε 5 χρόνια. Αλλά εκείνη τον χρονιά όλα άλλαξαν και, χωρίς να το γνωρίζουμε τότε, ήμασταν μάρτυρες της έναρξης μιας νέας εποχής για το είδος στην Ελλάδα.

Η μεγάλη αύξηση των Φοινικόπτερων στην Ελλάδα

Ο χειμώνας ’82 – ’83 ήταν ορόσημο για την ιστορία του Ευρωπαϊκού Φοινικόπτερου Phoenicopterus roseus στην Ελλάδα. Τον Ιανουάριο του 1983, ένα κοπάδι με 200 πουλιά εμφανίστηκε στο Δέλτα του Έβρου και οι παρατηρήσεις άρχισαν να αυξάνονται μέχρι που, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, το να δεις φοινικόπτερα έγινε κάτι αρκετά συνηθισμένο σε παράκτιους υγρότοπους στην Ελλάδα. Τη δεκαετία του ’90, μαζί με την συχνότητα των εμφανίσεων άρχισαν να αυξάνονται πολύ και οι αριθμοί. Τον Ιανουάριο του 1996 μετρήσαμε 4.260 στην Αλυκή της Λήμνου, έναν αριθμό-ρεκόρ μέχρι εκείνη την στιγμή, ο οποίος σύντομα ξεπεράστηκε από μεγαλύτερες μετρήσεις που ακολούθησαν.
Σήμερα, κοπάδια μερικών  χιλιάδων ατόμων είναι αρκετά συνηθισμένα, πλησιάζοντας ή και ξεπερνώντας τα 10.000 σε ορισμένες περιπτώσεις. Ενδιαφέρον έχει ότι έχουν επεκταθεί και εκτός των αλμυρών παράκτιων υγροτόπων και εμφανίζονται σε ρηχές εκτάσεις σε λίμνες, όπως στην Κερκίνη και την Κορώνεια. 

Η αύξηση στην Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα της ευρύτερης αύξησης του είδους γύρω από τη Μεσόγειο. Για να κατανοήσουμε, όμως, την ιστορία αυτών των πουλιών πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε την εντελώς ιδιαίτερη ζωή τους. Θα ήταν μεγάλη αδικία να πούμε απλά ότι τα φοινικόπτερα είναι ένα μεταναστευτικό υδρόβιο πουλί.

Η αντισυμβατική ζωή των Φοινικόπτερων 
Τα έξι είδη φοινικόπτερων στον κόσμο έχουν παρόμοια ψηλόλιγνη κορμοστασιά, χοντρό και κυρτό ράμφος και το σπάνιο στη φύση ροζ χρώμα. Κυρίως, όμως, μοιράζονται μια εντελώς ιδιαίτερη οικολογική προσαρμογή, αφού έχουν εξελιχθεί να ζουν στα πιο ακραία υγροτοπικά οικοσυστήματα στον πλανήτη: Τις ρηχές αλκαλικές λίμνες, τις ρηχές αλμυρές έως υπεράλμυρες λίμνες και τα αλίπεδα. Πρόκειται για ρηχούς υγρότοπους πλούσιους σε άλατα νατρίου και καλίου, όπως ανθρακικό νάτριο και χλωριούχο νάτριο (αλάτι), με υψηλό (έως πολύ υψηλό) pH και θερμοκρασίες ακραία μεταβαλλόμενες. Δεν είναι παίξε-γέλασε να ζεις εκεί. Στις πιο ακραίες περιπτώσεις πρόκειται για νερά τόσο καυστικά που διαλύουν το ανθρώπινο δέρμα ή τόσο αλμυρά που κανείς δεν μπορεί να τα ανεχτεί πάνω του (ούτε στη γλώσσα του, φυσικά). Κι όμως, τα Φοινικόπτερα τα καταφέρνουν. Πρωταθλητές της οικογένειας είναι τα Αφρικανικά Φοινικόπτερα Phoeniconaias minor, που ζουν σε καυστικές λίμνες (τις περίφημες soda lakes) στην κοιλάδα Ριφτ της Αφρικής, όπου το pH φτάνει 12, τρώνε αποκλειστικά κυανοβακτήρια σε ποσότητες τοξικές για οποιονδήποτε άλλο, ενώ γλυκό νερό πίνουν σε θερμές πηγές λίγο πριν το σημείο βρασμού! (Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να ζήσουν και σε «κανονικούς» υγρότοπους -ειδικά το δικό μας Ευρωπαϊκό Φοινικόπτερο μπορεί να βρεθεί ακόμη και σε λίμνες– απλά, ο κανονικός τους βιότοπος είναι  αυτά τα ακραία οικοσυστήματα στα οποία ελάχιστα άλλα ζώα αντέχουν.)

Το δεύτερο χαρακτηριστικό αυτών των υγροτόπων, μετά τις χημικές ιδιότητες, το οποίο έχει καθορίσει σημαντικά την ζωή των φοινικόπτερων, είναι ότι αυτοί οι υγρότοποι συνήθως πρόκειται για εποχιακά ή/και απρόβλεπτα οικοσυστήματα, τα οποία συνήθως βρίσκονται διάσπαρτα σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους. Κατά κανόνα εντοπίζονται σε περιοχές με λιγοστές και απρόβλεπτες βροχοπτώσεις σε μεσογειακά κλίματα, ερήμους, στέπες ή γυμνά οροπέδια, και είτε στεγνώνουν κάθε καλοκαίρι ή μπορεί να μείνουν χωρίς νερό για μερικές χρονιές προτού πλημμυρίσουν ξαφνικά. Σε γενικές γραμμές, είναι οικοσυστήματα που δεν ξέρεις πότε (και πού) είναι διαθέσιμα. Μόνο όποιος μπορεί να γυρίζει και να ψάχνει τα βρίσκει και τα αξιοποιεί.

Το τρίτο χαρακτηριστικό του κόσμου των φοινικόπτερων προκύπτει από το εύλογο ερώτημα: Αφού είναι τόσο δύσκολα εκεί, γιατί τα φοινικόπτερα επιμένουν σε αυτά τα μέρη; Η απάντηση είναι απλή: πολύ φαγητό! Αυτά τα περιβάλλοντα έχουν μεγάλη παραγωγικότητα και προσφέρουν συνθήκες «ακραίας» αφθονίας σε όσους οργανισμούς καταφέρνουν να προσαρμοσθούν στις ακραίες χημικές συνθήκες ή στην επιβίωση χωρίς νερό (π.χ., με μορφή αυγών ή σπόρων) μέχρι να ξαναπλημμυρίσουν οι υγρότοποι και να αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Λίγα είδη μικρών καρκινοειδών (ιδίως το «Γαριδάκι της Άλμης», η περίφημη Αρτέμια Artemia salina), προνύμφες εντόμων (ιδίως χειρονομίδες Chironomidae, τα μικρά κόκκινα σκουληκάκια μέσα στη λάσπη, που μεταμορφώνονται σε μικρά «κουνουπάκια» που αναδύονται κατά εκατομμύρια από την επιφάνεια) και κυανοβακτήρια (τα οποία συχνά δημιουργούν πρασινωπά συσσωματώματα στα ρηχά νερά ή στην επιφάνεια ευτροφικών λιμνών και λιμνοθαλασσών) φτάνουν σε τεράστιους πληθυσμούς – σαν μια απέραντη θρεπτική σούπα αλατισμένη «λύσσα» ή σερβιρισμένη σε διάλυμα καυστικής ποτάσας. Όποιος βρει τρόπο να αντέξει, θα εξασφαλίσει  μια φτωχή σε ποικιλία αλλά άφθονη σε ποσότητα τροφή χωρίς σχεδόν κανέναν ανταγωνιστή. Αξίζει τον κόπο…

Σε αυτές τις συνθήκες προσαρμόστηκαν τα φοινικόπτερα, ξεκινώντας με σημαντικές προσαρμογές στη φυσιολογία και την ανατομία. Ανέπτυξαν ένα από τα πιο εξειδικευμένα ράμφη στον κόσμο των πουλιών, εξοπλισμένο γύρω γύρω με μικρές τρίχες σαν φίλτρα και μια ισχυρή σαρκώδη γλώσσα που λειτουργεί σαν «πιστόνι» για να αντλεί υγρή λάσπη και να την αποβάλει με μεγάλη ταχύτητα, κατακρατώντας την συνήθως πολύ μικρή σε μέγεθος τροφή. Με αυτό το μοναδικό εργαλείο, που είναι σχεδιασμένο να δουλεύει με το κεφάλι ανάποδα, και με τα πολύ μακριά πόδια (που καλύπτονται με χοντρό ανθεκτικό δέρμα) και λαιμό, τα φονικόπτερα μπορούν να αναζητήσουν τροφή σε διάφορα βάθη, αν και συνήθως προτιμούν τα πολύ ρηχά νερά. Έχουν επίσης αναπτύξει αντοχή στο μεγάλο pH, ενώ διαθέτουν και πολύ ανεπτυγμένους αδένες που συνεχώς συγκεντρώνουν και αποβάλουν τα άλατα (με μορφή πηχτής άλμης που βγαίνει από τα ρουθούνια), κάνοντας εφικτή τη διατροφή σε νερά πολύ πιο αλμυρά από της θάλασσας. Εδώ να σημειώσουμε ότι το ροζ χρώμα των φοινικόπτερων προέρχεται από τις καροτίνες που παίρνουν από τα κυανοβακτήρια και οι οποίες διασπώνται σε ροζ και πορτοκαλί χρωστικές στο συκώτι του πουλιού.  Συχνά, τα φοινικόπτερα παίρνουν αυτές τις χρωστικές από «δεύτερο χέρι», τρώγοντας (τα ήδη ροζ) καρκινοειδή και προνύμφες που έχουν προηγουμένως τραφεί με κυανοβακτήρια.

Εξ ίσου σημαντικές, όμως, είναι και οι οικολογικές προσαρμογές των φοινικόπτερων σε ένα ασταθές περιβάλλον όπου τα καλά μέρη είναι λίγα και απέχουν πολύ το ένα από το άλλο, ενώ οι συνθήκες μπορεί ξαφνικά να αλλάξουν. Γι αυτό το λόγο, κατ αρχήν ανέπτυξαν άνετο και οικονομικό πέταγμα: συχνά μετακινούνται καθημερινά >100 χιλιόμετρα για να τραφούν (τα πουλιά που φωλιάζουν στην Fouente de Piendra κοντά στην Μάλαγα πηγαινοέρχονται καθημερινά σχεδόν 150 χιλιόμετρα για να τραφούν στις εκβολές του Γκουανταλκιβίρ όταν στεγνώνει η περιοχή όπου φωλιάζουν αργά την άνοιξη). Επίσης απέκτησαν ευελιξία στο να ζουν τόσο την «κανονική» όσο και την νομαδική ζωή. Σε άλλα μέρη ζουν σχεδόν μόνιμα (μερικά άτομα στην Καμάρκ δεν έχουν αλλάξει περιοχή επί >15 χρόνια!), σε άλλα είναι μεταναστευτικά, ενώ συνήθως στον ίδιο πληθυσμό υπάρχουν και μόνιμα άτομα και άτομα που εγκαταλείπουν το χώρο φωλιάσματος μετά την αναπαραγωγή και διασπείρονται προς διάφορες κατευθύνσεις. Είναι πάντα έτοιμα να αλλάξουν τρόπο ζωής και, ξαφνικά, από νομάδες να εγκατασταθούν σε ένα καλό μέρος ή, αντίθετα, από «νοικοκυραίοι»  να υιοθετήσουν για μερικά χρόνια τον «πλάνητα βίο», να περιπλανηθούν, να βρουν νέες καλές συνθήκες, να φωλιάσουν και να ιδρύουν νέες αποικίες και νέες μεταναστευτικές διαδρομές. Δεν έχουν πρόβλημα να περιμένουν, ακόμη και για χρόνια, χωρίς να φωλιάσουν αν δεν βρουν κατάλληλες συνθήκες.

Δύο ακόμη βασικά χαρακτηριστικά συμπληρώνουν το life styleτων φοινικόπτερων. Το ένα είναι  οι αγελαίες συνήθειες. Τα φοινικόπτερα ζουν πάντα σε μεγάλα κοπάδια και φωλιάζουν σε μεγάλες αποικίες, αφού εκεί που ζουν η τροφή είναι άφθονη. Οι αγελαίες συνήθειες επίσης βοηθούν στην περιπλάνηση και αναζήτηση νέων περιοχών (αλίμονο αν έψαχνε ο καθένας μόνος του γύρω γύρω από τη Μεσόγειο για τις ίδιες περιοχές), ενώ στον χώρο της αποικίας γίνεται μια εκτενής ανταλλαγή πληροφοριών για το αποτέλεσμα των περιπλανήσεων της κάθε ομάδας. (Δεν είναι απαραίτητη η «προφορική» επικοινωνία: όταν επιστρέψει στη βάση μια ομάδα με υγιή, καλοθρεμμένα, ξεκούραστα πουλιά, τα οποία εμφανώς είχαν περάσει καλά εκεί που βρίσκονταν προηγουμένως, αυτό δεν θα περάσει απαρατήρητο και, όταν αυτή η ομάδα αναχωρήσει ξανά, θα την ακολουθήσουν και άλλοι.) Το άλλο χαρακτηριστικό είναι η μακροζωία. Είναι σχετικά συνηθισμένο να βρίσκουμε δακτυλιωμένα φοινικόπτερα 20+ ετών και κάμποσα ζουν αρκετά παραπάνω (σε αιχμαλωσία, χωρίς τους κινδύνους στη φύση, έχουν ξεπεράσει τα 60 χρόνια). Η μακρά διάρκεια ζωής βοηθά τα φοινικόπτερα να επιβιώνουν ακόμη κι αν δεν αναπαραχθούν για μερικά χρόνια – κάτι που, όπως είπαμε, συμβαίνει συχνά εκεί που ζουν. Αν η διάρκεια ζωής τους ήταν μικρή, ο πληθυσμός θα κατέρρεε μετά από μια σειρά κακών χρονιών χωρίς γεννήσεις νέων ατόμων. Ζώντας, όμως, αρκετά χρόνια, κάποια στιγμή κάπου θα βρουν την ευκαιρία να αφήσουν απογόνους. Γι αυτόν τον λόγο δεν βιάζονται, ούτε επιχειρούν να φωλιάσουν αν δεν τα ικανοποιούν οι συνθήκες.

Το πιο αδύναμο σημείο των φοινικόπτερων στα μέρη που ζουν είναι το φώλιασμα. Εκτός από τις αντίξοες οικολογικές συνθήκες, τα πουλιά είναι πολύ ευάλωτα αφού συνήθως δεν υπάρχει βλάστηση ούτε για δείγμα και τα νερά είναι πολύ ρηχά. Μια αποικία φοινικόπτερων «βγάζει μάτι» από χιλιόμετρα και συχνά είναι προσβάσιμη με τα πόδια (αν και τα πουλιά επιδιώκουν το μέρος που φωλιάζουν να είναι κάποιο νησάκι η "ξέρα" που περιβάλλεται από βαθύτερα νερά). Αν δεν υπάρχει κάποιο ασφαλές σημείο που περιβάλλεται από βαθιά νερά (που κι αυτό μπορεί να ισχύει τη μια χρονιά αλλά όχι την επόμενη, αν η στάθμη των νερών χαμηλώσει), η ασφάλειά τους στηρίζεται στο να είναι πολλά μαζί και οι φωλιές να βρίσκονται σε κάποια μακρινή γωνιά μιας αχανούς αφιλόξενης αλμυρής (ή καυστικής) έκτασης την οποία οι περισσότεροι επίδοξοι θηρευτές θα δίσταζαν να διασχίσουν. 

Η μεγάλη αύξηση των Φοινικόπτερων στην Ευρώπη

Ο αρχικός βιότοπος του Ευρωπαϊκού Φοινικόπτερου Phoenicopterus roseusήσαν οι αλμυρές (έως υπεράλμυρες) λίμνες γύρω από τη Μεσόγειο, τη Βόρειο Αφρική, τη Μέση Ανατολή, μέχρι το Ιράν και το Καζακστάν. Οι αλμυρές λίμνες (salt ή saline lakes) είναι είτε ηπειρωτικές κλειστές λεκάνες ή κλειστοί παράκτιοι υγρότοποι (δηλαδή χωρίς σταθερή επικοινωνία με τη θάλασσα) πλούσιοι σε αλάτι.  Αυτά τα μέρη κατά κανόνα δέχονται νερό μόνο από βροχές (ή διήθηση θαλασσινού νερού) και συνεπώς είναι εποχιακά και στεγνώνουν εντελώς το καλοκαίρι, οπότε έχουμε φυσική παραγωγή αλατιού. Στην Ελλάδα, με εξαίρεση την Πικρολίμνη (στα σύνορα Κιλκίς – Θεσσαλονίκης), όλες οι αλμυρές λίμνες είναι παραλιακοί κλειστοί υγρότοποι. Συχνά, αποκαλούνταν «Αλυκές» από τους ντόπιους χωρίς να είναι πραγματικές βιομηχανικές αλυκές. Άλλοτε, πάλι, αποκαλούνται λιμνοθάλασσες χωρίς να είναι ούτε λιμνοθάλασσες, αφού δεν επικοινωνούν με την θάλασσα και τα νερά τους το καλοκαίρι είναι πολύ πιο αλμυρά από της θάλασσας (όχι υφάλμυρα).  

Η ανθρώπινη παρέμβαση μετέτρεψε τις πιο καλές παράκτιες αλμυρές λίμνες σε αλυκές για παραγωγή αλατιού. Στις αλυκές, το θαλασσινό νερό, καθώς εξατμίζεται και η αλατότητά του ανεβαίνει, περνά διαδοχικά από διαφορετικές ρηχές λεκάνες, τα λεγόμενα «τηγάνια». Αυτό σημαίνει ότι σε μια αλυκή πάντα θα υπάρχουν ορισμένα τηγάνια με κατάλληλη αλατότητα και τροφή. Αυτές οι πρωτόγνωρα σταθερές συνθήκες προσέλκυσαν τα φοινικόπτερα, τα οποία πρόθυμα έγιναν πουλιά και των αλυκών.

Παρά, όμως, το εξασφαλισμένο φαγητό, το φώλιασμα των φοινικόπτερων παρέμενε προβληματικό, αφού η λειτουργία των  αλυκών προϋπέθετε αυξημένη ανθρώπινη παρουσία (συν σκυλιά-φύλακες). Σαν να μην έφτανε αυτό, οι φυσικές θέσεις φωλιάσματος που δεν έγιναν αλυκές αποξηράνθηκαν ή έγιναν προσιτές στην ανθρώπινη ενόχληση και στα σκυλιά των γεωργών, κτηνοτρόφων ή ψαράδων που ζούσαν κοντά τους. Έτσι, τα φοινικόπτερα παρέμεναν ένα είδος αρκετά ασυνήθιστο. Μόνο στην Καμάρκ (Camargue), στο Δέλτα του Ροδανού στη Γαλλία, όπου βρίσκονται οι μεγαλύτερες αλυκές της Ευρώπης, άρχισαν νωρίς να προστατεύουν τα Φοινικόπτερα κατά την περίοδο της αναπαραγωγής.

Μέχρι την δεκαετία του ‘80, οι σταθερές  θέσεις αναπαραγωγής των φοινικόπτερων γύρω από τη Μεσόγειο μετρούνταν κυριολεκτικά στα δάκτυλα του ενός χεριού:  Στην Καμάρκ (Γαλλία), στην αλμυρή λίμνη Φουέντε ντε Πιέντρα κοντά στην Ανδαλουσία (Ισπανία) και στην αλμυρή λίμνη Τουζ στην Ανατολία στην Κεντρική Τουρκία (στην περιβόητη «Αλμυρά Έρημο»). Βέβαια, τα Φοινικόπτερα συνεχώς περιφέρονταν γύρω από τη Μεσόγειο και δοκίμαζαν να αναπαραχθούν σε νέες περιοχές, κάτι που περιστασιακά πετύχαιναν. Αλλά σπάνια έβρισκαν ασφάλεια και σταθερές συνθήκες. Άλλη σταθερή αποικία δεν υπήρχε.

Από τη δεκαετία του ’80 οι αριθμοί άρχισαν να αυξάνονται σημαντικά και δημιουργήθηκαν νέες αποικίες στη Ισπανία, όπως στο Δέλτα του Έμπρο στην Καταλανία, και μια νέα μεγάλη αποικία στην Ιταλία στις αλυκές γύρω από Κάλιαρι στην Σαρδηνία. Όσο περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνε ο πληθυσμός, νέες αποικίες ιδρύθηκαν στην Ιταλία στις ακτές της Αδριατικής, όπως και στις αλμυρές λίμνες της Αλγερίας και στο δέλτα Γκεντίζ κοντά στη Σμύρνη. Πλέον, τα φοινικόπτερα έγιναν συνηθισμένο θέαμα γύρω από τη Μεσόγειο (ακόμη και σε μη-τυπικούς βιότοπους, όπως ρηχά γλυκά νερά με άφθονα μικροασπόνδυλα - να σημειώσουμε εδώ ότι η τροφή των φοινικόπτερων, εκτός από μικρά καρκινοειδή, προνύμφες και κυανοβακτήρια μπορεί να περιλαμβάνει και οτιδήποτε είναι διαθέσιμο σε μεγάλες ποσότητες στον πυθμένα, ακόμη και σπόρους υδρόβιων φυτών, ψαράκια, γυρίνους κ.λπ.). Η τάση να δημιουργηθούν νέες θέσεις φωλιάσματος συνεχίζεται.

Η αύξηση αυτή δεν ήταν κάτι μεταφυσικό. Η εξήγηση είναι απλή: προστατεύθηκαν οι φυσικοί χώροι αναπαραγωγής και ιδίως πάρθηκαν μέτρα προστασίας στις αλυκές. Η αρχή έγινε από την παλαιότερη και μεγαλύτερη αποικία στην Καμάρκ, όπου εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες μακρόχρονο πρόγραμμα προστασίας και έρευνας με την λειτουργία του επιστημονικού σταθμού στο Tour du Valat. Η αποτελεσματική προστασία των κεντρικών αποικιών οδήγησε σε σταθερή αναπαραγωγική επιτυχία, αύξηση των αριθμών και δημιουργία «πλεονάσματος» πουλιών, τα οποία δημιούργησαν νέες αποικίες σε άλλες περιοχές. Η προστασία και των νέων αποικιών οδήγησε σε περαιτέρω αύξηση του πληθυσμού και νέα επέκταση.  Τα τελευταία χρόνια, έχουν δημιουργηθεί και «μικρές» αποικίες των μερικών δεκάδων ή λίγων εκατοντάδων ζευγών (όπως, πρόσφατα, στην Σικελία). Αυτή η εντελώς νέα εικόνα των φοινικόπτερων στη Μεσόγειο, με νέες μικρές αποικίες, εμφανίσεις σε γλυκά νερά κ.λπ. είναι το αποτέλεσμα της «έκρηξης» του πληθυσμού στις μεγάλες αποικίες.

Δεν πρέπει να βιαστούμε να συμπεράνουμε ότι η σημερινή (σχετική) αφθονία (υπολογίζονται σε σχεδόν μισό εκατομμύριο Ευρωπαϊκά Φοινικόπτερα σήμερα) σημαίνει αυτόματα ασφάλεια. Τα πάντα εξαρτώνται από την συνεχή προστασία. Είναι πολύ εύκολο να αρχίσει η αντίστροφη πορεία με ταχύτατο ρυθμό. Αν σταματήσουν τα μέτρα προστασίας και ιδίως η φύλαξη στις μεγάλες αποικίες, το φώλιασμα θα καταστραφεί και ο πληθυσμός θα καταρρεύσει. Δεν είναι δύσκολο να καταστραφεί το φώλιασμα των φοινικόπτερων. Αρκούν ένα – δυο σκυλιά ή ένας απερίσκεπτος ψαράς για να εγκαταλειφθεί μια αποικία χιλιάδων ζευγαριών. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος που δεν φωλιάζουν ακόμη στην Ελλάδα: δεν υπάρχει ακόμη κάποια ασφαλής γωνιά σε έναν από τους τόσους παράκτιους υγρότοπους που να μπορεί να κρατηθεί χωρίς πρόσβαση ανθρώπων και σκυλιών…

Ξανά η Αλυκή

Πίσω στο 1982, εκείνη η πρώτη εμφάνιση των φοινικόπτερων έδωσε την ευκαιρία να εδραιωθεί η ευαισθητοποίηση για την Αλυκή. Παρά την απαγόρευση του κυνηγιού από το 1976 (μετά από ομόφωνο πρόταση του Δημοτικού Συμβουλίου Αιγίου, ξεκινώντας, όμως, από μοναχικές προσπάθειες και πολλές αντιδράσεις), κρούσματα λαθροθηρίας εξακολουθούσαν να υπάρχουν – μάλιστα, ένα φοινικόπτερο βρέθηκε βαλσαμωμένο σε μαγαζί σε κεντρικό εμπορικό δρόμο του Αιγίου. Τότε δημιουργήθηκε η πρώτη πραγματικά γενικευμένη στάση υπέρ της προστασίας της Αλυκής. Το ταριχευμένο πουλί αποσύρθηκε από τη βιτρίνα, οι περιπολίες του Δασαρχείου έγιναν πιο τακτικές, ο κόσμος άρχισε να μιλά για «τα πουλιά» στην Αλυκή.

Τα φοινικόπτερα έμειναν αρκετές εβδομάδες. Μετά από λίγο καιρό ανακαλύψαμε και κάποιον ακόμη που βίωσε τη συγκίνηση εκείνης της ανακάλυψης. Ο Μάρτιν (πατέρας Γερμανός, μητέρα καταγόμενη από το Αίγιο) επισκεπτόταν τακτικά την Αλυκή και είχε δει δύο ή τρία νεαρά φοινικόπτερα λίγο νωρίτερα το φθινόπωρο (μάλλον ένα από αυτά ήταν εκείνο που κατέληξε βαλσαμωμένο στην βιτρίνα της Ερμού). Ο Μάρτιν είχε τραβήξει και μερικές μακρινές θολές φωτογραφίες – ίσως οι πρώτες φωτογραφίες φοινικόπτερων στην Ελλάδα. Εκείνα τα ντοκουμέντα, μαζί με τις τρεμάμενες από τη συγκίνηση σημειώσεις στο μπλοκάκι, φαντάζουν σήμερα σαν τεκμήρια μιας άλλης, πολύ μακρινής εποχής.

Η δεύτερη εμφάνιση φοινικόπτερων στην Αλυκή ακολούθησε τέσσερα χρόνια αργότερα. 13 πουλιά ξεχειμώνιασαν το 1986 – ’87. Διοργανώθηκε και εκδρομή της Ορνιθολογικής, από Αθήνα για να τα δουν (σε συνδυασμό με επίσκεψη στον βράχο της Μονής Ταξιαρχών). Η Αλυκή απέκτησε την φήμη ενός μέρους όπου μπορούσες να δεις φοινικόπτερα, κάτι ξεχωριστό εκείνη την εποχή. Οι παρατηρήσεις συνεχίστηκαν σποραδικά, αλλά χωρίς την «έκρηξη» που παρατηρήθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Παρατηρήσεις υπήρχαν σχεδόν κάθε χρόνο, αλλά τα πουλιά δεν έμεναν παραπάνω από λίγες μέρες. Μετά το 2000 αρχίσαμε να βλέπουμε τακτικά και νεαρά πουλιά τον Αύγουστο, που διασκορπίζονταν από τις αποικίες. Την τελευταία δεκαετία οι εμφανίσεις άρχισαν να γίνονται πιο τακτικές. Μικρές ομάδες άρχισαν να μένουν τον χειμώνα, όπως το 2015 – 2016 όταν πέντε πουλιά επιχείρησαν να διαχειμάσουν μέχρι που κάποιος πυροβόλησε τουλάχιστον ένα από αυτά στη θάλασσα, όταν έκαναν μία από τις καθιερωμένες βόλτες στην γύρω περιοχή (το πουλί στάλθηκε για περίθαλψη).  Πάντα, όμως, μιλούσαμε για μικρές ομάδες, το πολύ 10 – 20 πουλιών ή για μοναχικά «χαμένα» πουλιά. Η Αλυκή παρέμενε «άγονη γραμμή» για τα φοινικόπτερα. Μέχρι που ήρθε η άνοιξη του 2017.

Η εισβολή

Στις αρχές Απριλίου 2017, μια μικρή ομάδα περίπου 20 φοινικόπτερων εμφανίστηκε. Τίποτα το ιδιαίτερο. Σε αντίθεση, όμως, με άλλες φορές, δεν έφυγαν. Έμειναν και (με συνεχή σκαμπανεβάσματα, καθώς τα πουλιά συνεχώς πηγαινοέρχονταν και υπήρχαν μέρες με ελάχιστα ή καθόλου πουλιά) σταδιακά μαζεύτηκαν και άλλα. Κάποια στιγμή έγιναν 50 και, μόλις ξεπέρασαν τα 60, σκεφτήκαμε ότι, επιτέλους, ένας αξιοπρεπής αριθμός φλαμίνγκο καταγράφηκε και στην Αλυκή μας. Ακολούθησε μια παύση όσο μπαίναμε στο καλοκαίρι και, από τον Αύγουστο, μαζί με πολλά νεαρά, τα ρεκόρ άρχισαν να σπάνε. Κάποια στιγμή ξεπεράσαμε το "ψυχολογικό όριο" των 100. Τριψήφιος, λοιπόν, αριθμός φλαμίνγκο στην Αλυκή. Θρίαμβος!

Κατόπιν, περιμέναμε ότι τα πουλιά θα αραίωναν το φθινόπωρο, όμως έγινε το αντίθετο. Οι αριθμοί άρχισαν να αυξάνονται. 150, 200+ στο τέλος Οκτωβρίου, 300 στα μέσα Νοέμβρη. Όσο έμπαινε ο χειμώνας όλο και περισσότερα. Αποκορύφωμα ήταν ο Ιανουάριος του 2018, όταν τα φοινικόπτερα ξεπέρασαν τα 800! Σε έναν υγρότοπο 180 στρεμμάτων! Ποιος θα το πίστευε, ειδικά τότε το 1982, ότι κάποια στιγμή, το πολυπληθέστερο υγροτοπικό πουλί που θα καταγραφόταν στην Αλυκή θα ήταν το Φοινικόπτερο! Περισσότερα από τα Κιρκίρα, τις Νανοσκαλίδρες, τις Φαλαρίδες, τους Καστανοκέφαλους Γλάρους!

Οι αριθμοί άρχισαν να πέφτουν απότομα στα τέλη Γενάρη και τον Μάρτιο είχαν όλα φύγει. Αυτό ήταν φυσιολογικό. Τα ενήλικα έφυγαν για να φωλιάσουν, τα ανώριμα τα ακολούθησαν. Άρχισαν να επιστρέφουν το καλοκαίρι, τον Αύγουστο εμφανίστηκαν πολλά νεαρά και το φθινόπωρο άρχισαν πάλι να αυξάνονται.  

Οι αριθμοί των φοινικόπτερων στην Αλυκή αυξομειώνονται συνεχώς και αυτό δείχνει ότι πηγαινοέρχονται σε άλλους υγρότοπους. Κοπάδια έχουν παρατηρηθεί συχνά να πηγαινοέρχονται Δυτικά. Προσωρινά μπορεί να χρησιμοποιούν το Δέλτα του Μόρνου δίπλα στη Ναύπακτο και τους λίγους μικρούς υγρότοπους που απέμειναν στον Κορινθιακό (Αλυκή της Θίσβης, υγρότοπος Λεχαίου στην Κόρινθο). Ωστόσο, τα φοινικόπτερα της Αλυκής Αιγίου μάλλον σχετίζονται με έναν μεγάλο υγρότοπο – πιθανότατα με τους εκτενείς υγρότοπους του Μεσολογγίου, όπου απαντούν αρκετές χιλιάδες το χειμώνα (και πολλά μένουν όλο το χρόνο). Με αυτό το πήγαινε-έλα τα φοινικόπτερα εξερευνούν  και μαθαίνουν τα καλά νέα. Τα καινούρια κοπάδια που περνούν από τον Κορινθιακό βλέπουν τα πουλιά που βρίσκονται ήδη στην Αλυκή,  τα οποία λειτουργούν ως κράχτες, και αποφασίζουν να κατέβουν κι αυτά. Αλλά ακόμη κι αν δεν τύχει να περάσουν καινούρια κοπάδια, κάποια στιγμή τα φοινικόπτερα της Αλυκής θα επιστρέψουν για μερικές μέρες στο Μεσολόγγι και, όταν ξαναφύγουν για Αλυκή θα τα ακολουθήσουν κι άλλοι. 

Φαίνεται ότι τα φοινικόπτερα έχουν πλέον βάλει την Αλυκή Αιγίου στα δρομολόγιά τους. Η επιστροφή ενός δακτυλιωμένου Ιταλικού πουλιού για δεύτερη σεζόν αποδεικνύει ότι τουλάχιστον κάποια άτομα επέλεξαν να ξαναγυρίσουν. Τι είναι όμως αυτό που άλλαξε και έβαλε την Αλυκή στις σταθερές επιλογές των φοινικόπτερων; Αυτό μάλλον δεν οφείλεται μόνο στην αύξηση των αριθμών γύρω από τη Μεσόγειο, διότι αυτή έχει συμβεί νωρίτερα. Σίγουρα τα φοινικόπτερα βρίσκουν τροφή στην Αλυκή και χρειάζεται μελέτη για να εξακριβώσουμε ποια είναι. Αρτέμια, η αγαπημένη τροφή των φοινικόπτερων στις αλυκές, δεν υπάρχει στην Αλυκή Αιγίου και το μόνο άλλο καρκινοειδές είναι το Gammarus αλλά δεν φαίνεται να είναι σε επαρκείς ποσότητες. Προνύμφες από χειρονομίδες επίσης υπάρχουν αλλά είναι μάλλον απίθανο αυτά να αρκούν για 400 ή 500 πουλιά καθημερινά.  Πιθανότατα η κύρια τροφή είναι κάποιο μικρότερο ζωοπλαγκτόν ή κυανοφύκη, κάτι που ενισχύεται από τις πρόσφατες εναέριες φωτογραφίες που δείχνουν την Αλυκή πράσινη – σαφής ένδειξη ευτροφισμού.

Τα δακτυλιωμένα Φοινικόπτερα

Τουλάχιστον δεκατέσσερα φοινικόπτερα με εμφανές πλαστικό δακτυλίδι (του οποίου οι χαρακτήρες διαβάζονται σχετικά εύκολα με τηλεσκόπιο ή από φωτογραφίες) έχουν παρατηρηθεί από τον Απρίλιο 2017 μέχρι Νοέμβριο 2018 (ο πραγματικός αριθμός πιθανότατα είναι μεγαλύτερος, καθώς στις πυκνές συγκεντρώσεις τα πόδια δεν φαίνονται εύκολα, τον δε χειμώνα είναι σχεδόν πάντα μέσα στο νερό). Τα δώδεκα έχουν διαβαστεί: Επτά από την Καμάρκ στη Γαλλία, τρία από το Δέλτα του Έμπρο στην Καταλανία και δύο από την νέα μικρή αποικία δίπλα στις Συρακούσες στην Σικελία. Το να εμφανιστούν μερικά από τα πολλές χιλιάδες δακτυλιωμένα Γαλλικά φοινικόπτερα στην Αλυκή (>60.000 έχουν δακτυλιωθεί από την αρχή του προγράμματος) είναι αναμενόμενο. Αλλά το ότι εμφανίστηκαν στην Αλυκή δύο από τα μόλις 149 δακτυλιωμένα φοινικόπτερα των Συρρακουσών είναι αξιοσημείωτο.

Flagship species

Στην Αλυκή Αιγίου τα Φοινικόπτερα, όπως και όλα τα υδρόβια, βρίσκονται σε πολύ στενή σχέση με τον άνθρωπο. Εκατοντάδες επισκέπτες τα παρατηρούν καθημερινά από πολύ κοντινή απόσταση. Παρά τα κρούσματα ενόχλησης από απληροφόρητους επισκέπτες και, κυρίως, την είσοδο σκυλιών, τα φοινικόπτερα στην Αλυκή είναι πιο προσιτά από οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα.

Αυτή η στενή σχέση ανθρώπων – πουλιών και το καθημερινό birdwatchingαπό πολύ κόσμο είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό της Αλυκής. Άλλωστε, βρίσκεται δίπλα στην πόλη του Αιγίου, ακριβώς πάνω στην πιο δημοφιλή πλαζ και στον πιο δημοφιλή χώρο περιπάτου. Πήρε χρόνια αγώνων ώστε η προστασία του μικρού αυτού υγρότοπου (έκταση μόλις 180 στρέμματα) να μην αμφισβητείται από κανέναν, αλλά ακόμη πιο δύσκολο από την αποδοχή της προστασίας είναι το ενεργητικό ενδιαφέρον για τα πουλιά. 

Σε αυτό βοηθούν πολύ τα λεγόμενα flagship species, δηλαδή είδη δημοφιλή, που τραβούν την προσοχή του κοινού και κάνουν περισσότερο κόσμο να εστιάσει στην προστασία μιας περιοχής. Παρά τα 255 είδη πουλιών που έχουν καταγραφεί στην Αλυκή (μια εκπληκτική βιοποικιλότητα) και το γεγονός ότι συχνά η Αλυκή προσφέρει εξαιρετικές συνθήκες για παρατήρηση μεγάλης ποικιλίας πουλιών (οι παρατηρητές πουλιών και φωτογράφοι άγριας φύσης στην Ελλάδα την γνωρίζουν καλά εδώ και χρόνια), το ευρύ κοινό χρειάζεται κάποιες «φίρμες» για να προσέξει περισσότερο τι συμβαίνει εκεί. Αυτόν τον ρόλο τον έχουν παίξει στην Αλυκή δύο είδη: τα φοινικόπτερα και οι κύκνοι. Τα 11 φοινικόπτερα του 1982 έδωσαν εκείνο το πρώτο έναυσμα για να ασχοληθεί ένας κάπως ευρύτερος κύκλος ανθρώπων. Οι σημερινοί πληθυσμοί τραβούν την προσοχή χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι, σε δεύτερη φάση, αρχίζουν να ενδιαφέρονται και για τα υπόλοιπα. Οι κύκνοι είχαν προκαλέσει επίσης μεγάλη κοσμοσυρροή, ειδικά στις δύο χρονιές μεγάλων καθόδων, τους χειμώνες 1993-’94 (περίπου 100 πουλιά) και 2001-’02 (>300).

Πρόκειται για μια καλή ευκαιρία διάδοσης των αρχών προστασίας της Αλυκής και ανάπτυξης του ενδιαφέροντος και για τους άλλους φτερωτούς κατοίκους της. Σε αυτό βοηθά και η διάδοση της ψηφιακής φωτογραφίας. Ολοένα περισσότεροι φωτογράφοι στο Αίγιο αντιλαμβάνονται ότι η Αλυκή προσφέρει πάρα πολλά (όχι ένα) θέματα για φωτογράφιση άγριας φύσης (με ασφάλεια από τον δρόμο, χωρίς να ενοχλούν).

Όσο για τα φοινικόπτερα, κάποια στιγμή θα φύγουν. Πιθανώς θα συνεχίσουν να επιστρέφουν. Όσο προστατεύονται οι κύριες αποικίες και αν φωλιάσουν και στην Ελλάδα, θα υπάρχουν αρκετά. Ωστόσο, όπως είπαμε, ο κόσμος των φοινικόπτερων είναι απρόβλεπτος. Μπορεί κάποια να αλλάξουν δρομολόγιο, μπορεί να αλλάξουν οι συνθήκες στην Αλυκή. Ίσως να πρέπει να αλλάξουν αν τεκμηριωθεί ότι η αύξηση του ευτροφισμού πρέπει να αντιμετωπιστεί. Σε κάθε περίπτωση, στην Αλυκή Αιγίου θα αναμένουμε πάντα πολλές συγκινήσεις, από εκείνες που προσφέρει ο συνεχώς μεταβαλλόμενος κόσμος των πουλιών.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: οι Αλυκές

Με το όνομα αλυκή εννοούμε τον «ημι-τεχνητό» χώρο παραγωγής αλατιού με εξάτμιση θαλασσινού νερού. Η κανονική αλυκή είναι μια επίπεδη έκταση δίπλα στη θάλασσα, χωρισμένη σε ορθογώνιες ρηχές δεξαμενές (με ονόματα όπως "θερμάστρες", "τηγάνια" κ.λπ.), όπου γίνονται τα διάφορα στάδια εξάτμισης του θαλασσινού νερού μέχρι να φτάσουμε στον κορεσμό και την «κατακρήμνιση» των κρυστάλλων του αλατιού. «Αλυκές» επίσης καλούνταν πολλές φυσικές αλμυρές λίμνες όπου το νερό εξατμιζόταν το καλοκαίρι αφήνοντας αλάτι. Οι περισσότερες τεχνητές αλυκές έχουν γίνει στη θέση φυσικών αλμυρών λιμνών. Σε κάθε περίπτωση, όλες οι αλυκές είναι υγρότοποι εν λειτουργία και οι περισσότερες περιλαμβάνονται στο Δίκτυο των προστατευόμενων περιοχών Natura-2000. Σήμερα, με το τοπωνύμιο «Αλυκή» ή «Αλυκές» μπορεί να εννοούμε:

  1. Αλυκές σε λειτουργία. Αυτές αποτελούν τμήματα μεγάλων υγροτόπων (π.χ. Αλυκή Μεσολογγίου, Αλυκή Κίτρους) ή έχουν καταλάβει το σύνολο της υγροτοπικής έκτασης (Αλυκές Καλλονής στη Λέσβο).
  2.  Εγκαταλελειμμένες αλυκές. Αυτές είναι συνήθως μικρότερης έκτασης από τις προηγούμενες και η λειτουργία τους εγκαταλείφτηκε ως ασύμφορη τα τελευταία 30 χρόνια. Σήμερα επανέρχονται σταδιακά στη φυσική τους μορφή, μολονότι συνήθως είναι εμφανή τα αναχώματα που διαχώριζαν τα τηγάνια, τάφροι, κτίσματα κ.λπ.  (π.χ. Αλυκή Κω, Αλυκή Σάμου, Αλυκές Λεχαινών, Αλυκή Λευκίμης στην Κέρκυρα)
  3. Φυσικές αλμυρές λίμνες οι οποίες ποτέ δεν ήσαν τεχνητές αλυκές αλλά έχουν συνδεθεί με την ύπαρξη αλατιού το καλοκαίρι, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να συγκεντρωνόταν για εμπορικούς λόγους. Εδώ περιλαμβάνεται η μεγάλη Αλυκή της Λήμνου (που γλίτωσε την τελευταία στιγμή την μετατροπή της σε βιομηχανική αλυκή), η Αλυκή Αιγίου, η Αλυκή Νάξου, η Αλυκή Θίσβης κ.λπ. Σε πολλές περιπτώσεις ο υγρότοπος έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τα μπαζώματα ή την οικοπεδοποίηση και μένει μόνο το τοπωνύμιο (π.χ. Αλυκές στην πλαζ της Κέρκυρας, Αλυκές στην Κ. Αχαΐα κ.λπ.).
  4. Τέλος, μολονότι δεν έχουν σχέση με τα παραπάνω υγροτοπικά συστήματα, «αλυκές» επίσης καλούνται τμήματα βραχωδών ακτών (σχεδόν πάντα σε νησιά) όπου έβαζαν θαλασσινό νερό σε φυσικές ή λαξευμένες κοιλότητες και το άφηναν να εξατμισθεί (π.χ. αλυκές των Κυθήρων).

 

 

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ

Καιρός σήμερα και πρόγνωση καιρού για κάθε περιοχή

Κοινωνικη δικτυωση