Πώς η πολυετής παραβίαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας από τις ελληνικές Αρχές προκάλεσε την παραπομπή της Ελλάδας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το δάσος βελανιδιών της Φολόης στην Πελοπόννησο ανήκει στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura. [Huskarl2000/Wikimedia Commons]
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο συνδρομητικό site inside story. Kείμενο Θοδωρής Χονδρόγιαννος.
Όταν στον δημόσιο διάλογο ανακύπτει κάποια περίπτωση πλημμελούς προστασίας του περιβάλλοντος, ακούγεται συχνά το επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν οι ανάλογοι πόροι, ειδικά σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που περνάει η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, στο σημερινό ρεπορτάζ θα διηγηθούμε μία ιστορία, κατά την οποία παρότι το ελληνικό κράτος είχε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση από τις Βρυξέλλες, απέτυχε να προστατέψει επαρκώς τη βιοποικιλότητα της χώρας, με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Το νομοθετικό πλαίσιο του δικτύου Natura 2000
Τον Μάιο του 1992 ιδρύθηκε το δίκτυο Natura 2000, ένα από τα πλέον φιλόδοξα δίκτυα προστασίας ειδών και οικοτόπων, το οποίο μέσα στις επόμενες δεκαετίες αναδείχθηκε σε βασικό πυλώνα της ευρωπαϊκής πολιτικής για την προστασία της χλωρίδας και της πανίδας της ηπείρου. Η αρχιτεκτονική του βασίζεται σε δύο νομοθετικά κείμενα, την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, η οποία αφορά στη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας που εντοπίζονται στα όριά τους, και την Οδηγία 2009/147/ΕΚ, η οποία επικεντρώνεται στην προστασία των άγριων πτηνών. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η δεύτερη Οδηγία αποτελεί επικαιροποίηση της παλαιότερης 79/409 του Συμβουλίου, η οποία ήταν η πρώτη προσπάθεια των ευρωπαϊκών θεσμών για διαμόρφωση ενός νομοθετικού πλαισίου με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος.
Όσον αφορά στο περιεχόμενο των παραπάνω νομοθετημάτων, η Οδηγία 92/43/ΕΟΚ απαιτεί τη θέσπιση του δικτύου Natura 2000 με την ένταξη σε αυτό προστατευόμενων φυσικών περιοχών, οι οποίες διακρίνονται αφενός σε Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ) για τους οικοτόπους και τα είδη που προστατεύονται από την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, αφετέρου σε Ζώνες Ειδικής Προστασίας για τα πτηνά, όπως αυτά προστατεύονται από την Οδηγία 2009/147/ΕΚ.
|
Οι υποχρεώσεις της Ελλάδας
Όπως κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ, με βάση την κοινοτική νομοθεσία η Ελλάδα κλήθηκε να εντοπίσει και να προτείνει κατά τόπους περιοχές που κατά την εκτίμησή της είναι σημαντικές για τη διατήρηση των ειδών και των οικοτόπων που απαντώνται εντός των ορίων τους. Η χώρα ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή της και στα μέσα της περασμένης δεκαετίας απέστειλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μία λίστα με περιοχές που σύμφωνα με την επιστημονική γνώση της εποχής έπρεπε να ενταχθούν στο Natura 2000.
Με βάση αυτή τη λίστα, στις 19 Ιουλίου 2006 η Κομισιόν ενέκρινε έναν κατάλογο 239 περιοχών ως Τόπων Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ). Σύμφωνα με το άρθρο 6 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, μετά από την παραπάνω έγκριση, τα κράτη-μέλη έχουν προθεσμία έξι χρόνων, ώστε να θεσπίσουν τους αναγκαίους στόχους και μέτρα διατήρησης ή αποκατάστασης των υφιστάμενων ειδών και οικοτόπων, με τελικό σκοπό να πετύχουν την ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης των ειδών τόσο σε τοπικό, όσο και σε εθνικό επίπεδο. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να κάνουμε μία σύντομη παρένθεση και να πούμε ότι κάθε κράτος-μέλος μπορεί σε μελλοντικό χρόνο να εντάσσει και άλλες περιοχές στο δίκτυο Natura, κάτι που έκαναν και οι ελληνικές Αρχές, με αποτέλεσμα σήμερα οι ενταγμένες περιοχές να ανέρχονται πανελλαδικά σε 446. Από αυτές οι 239 προστατεύονται με βάση την Οδηγία 92/43 και οι 207 με βάση την Οδηγία 147/2009.
Ο χάρτης των περιοχών του δικτύου Natura 2000 στην Ελλάδα. [European Environment Agency]
Η χώρα μας είναι υποχρεωμένη να γνωρίζει τα προστατευόμενα είδη και τους οικοτόπους που βρίσκονται σε κάθε περιοχή Natura 2000. Μάλιστα, η ευρωπαϊκή νομοθεσία κάνει ένα βήμα παραπάνω και ζητά από τα κράτη-μέλη να γνωρίζουν τον ακριβή αριθμό του κάθε προστατευόμενου είδους που διαβιοί σε μία περιοχή, προτού προχωρήσουν στην επόμενη υποχρέωσή τους, που είναι η πρόβλεψη στόχων διατήρησης και διαχειριστικών μέτρων. Αυτή η χαρτογράφηση απαιτεί μακροχρόνια συλλογή δεδομένων από ειδικούς επιστήμονες – μία επισήμανση που θα μας χρειαστεί στη συνέχεια της ιστορίας μας.
Για να δώσουμε ένα σχηματικό παράδειγμα, αν σε μία περιοχή Natura 2000 στη βορειοδυτική Ελλάδα διαβιούν πέντε καφέ αρκούδες, με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία το ελληνικό κράτος οφείλει να εντοπίσει και να καταγράψει τον πληθυσμό τους, ώστε μέσα από διαχειριστικά μέτρα (όπως είναι για παράδειγμα ο περιορισμός ή η απαγόρευση δόμησης ή συγκεκριμένων έργων και δραστηριοτήτων που αποδεδειγμένα επηρεάζουν αρνητικά τα είδη και τους οικοτόπους) να πετύχει τον στόχο διατήρησης, που μπορεί να είναι είτε η αύξηση του πληθυσμού των καφέ αρκούδων, είτε η διατήρηση του στα ίδια επίπεδα, σίγουρα πάντως όχι η μείωσή τους.
Η μη υλοποίηση των υποχρεώσεων
Το παραπάνω πλαίσιο για την προστασία των περιοχών Natura 2000 θεωρείται εξαιρετικά σημαντικό για τις Βρυξέλλες, αφού αποτελεί ουσιαστικά το σημαντικότερο όπλο στη διατήρηση της χλωρίδας και της πανίδας της Ευρώπης. «Πρόκειται για βασικές απαιτήσεις για την προστασία της βιοποικιλότητας σε ολόκληρη την ΕΕ και, κατά συνέπεια, οι υποθέσεις αυτές βρίσκονται ψηλά στην ημερήσια διάταξη της Επιτροπής για την επιβολή της νομοθεσίας», ανέφερε πρόσφατα η Κομισιόν σε ανακοίνωσή της. Για να καταλάβουμε τη σημασία του δικτύου για τη χλωρίδα και την πανίδα, αρκεί να λάβουμε υπόψη ότι καλύπτει το 18% της χερσαίας και σχεδόν το 9,5% της θαλάσσιας επικράτειας της ΕΕ.
H ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους περιοχή της Ελαφονήσου, μέρος της οποίας κάηκε πρόσφατα, έχει χαρακτηριστεί ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας του δικτύου NATURA 2000. [Βεντούρης/Eurokinissi]
Εδώ ξεκινούν τα προβλήματα για την Ελλάδα, που είχε στη διάθεσή της έξι χρόνια για να καταγράψει τα προστατευόμενα είδη και τους οικοτόπους εντός των ορίων τους, ώστε στη συνέχεια να θέσει στόχους για την προστασία τους. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ούτε μέχρι το πέρας της προθεσμίας το 2012, ούτε μέχρι σήμερα, 13 χρόνια μετά την έγκριση των τόπων κοινοτικής σημασίας από την Επιτροπή. Στην απόφαση παραπομπής της Ελλάδας στο ΔΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστήριξε πως «η εξαετής προθεσμία για την Ελλάδα έληξε τον Ιούλιο του 2012 και η Ελλάδα δεν έχει ακόμη θεσπίσει τους αναγκαίους στόχους και τα αναγκαία μέτρα διατήρησης για τους τόπους του Natura 2000 εντός του εδάφους της, θέτοντας σε κίνδυνο την ακεραιότητα του πανευρωπαϊκού δικτύου».
Πολιτική αστάθεια και γραφειοκρατία
Τι κάναμε όλα αυτά τα χρόνια; Αφού αφήσαμε να περάσουν μερικά χρόνια, στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) προχώρησε στον σχεδιασμό και την προκήρυξη του έργου «Καταγραφή και παρακολούθηση των τύπων οικοτόπων και των ειδών χλωρίδας και πανίδας των Οδηγιών 92/43/ΕΟΚ και 79/409/ΕΟΚ». Χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ 2007-2013, το εν λόγω έργο προέβλεπε συνολικά εννέα μελέτες και πολλά υποέργα για την εποπτεία και την αξιολόγηση της κατάστασης οικοτόπων, ειδών χλωρίδας, ασπόνδυλων, αμφιβίων και ερπετών, ιχθυοπανίδας, ορνιθοπανίδας, θηλαστικών και άλλων θαλάσσιων ειδών. Με τη διαδικασία ανοιχτού διαγωνισμού, διάφορες εταιρείες θα αναλάμβαναν τα υποέργα και μελέτες, ώστε εξειδικευμένοι επιστήμονες να γυρίσουν όλη την Ελλάδα και να καταγράψουν με αρκετή λεπτομέρεια τα είδη εντός των προστατευόμενων περιοχών.
Οι ιθύνοντες του ΥΠΕΝ και οι επιστημονικοί φορείς γνώριζαν ότι για την αξιοπιστία των δεδομένων η δειγματοληψία και συλλογή τους έπρεπε να μην περιοριστεί σε ένα έτος, αλλά να γίνει για τουλάχιστον τρία χρόνια. Μετά από καθυστερήσεις αποφασίστηκε τελικά ότι το πρόγραμμα θα εκτελούνταν για τρία χρόνια, την περίοδο 2011-2013. Αυτό σημαίνει ότι η Αθήνα και πάλι θα έχανε την εξαετή προθεσμία, όμως θα απέφευγε την παραπομπή στο ΔΕΕ.
Ωστόσο, ούτε ο παραπάνω σχεδιασμός υλοποιήθηκε. Πηγές με καλή γνώση του θέματος είπαν στο inside story ότι «η μη υλοποίηση του προγράμματος μέσα στην παραπάνω τριετία δεν είχε να κάνει με τη χρηματοδότησή του, η οποία ήταν εξασφαλισμένη από το ΕΣΠΑ, αλλά με το γεγονός ότι οι συνεχείς εκλογικές διαδικασίες, η πολιτική αστάθεια και οι εναλλαγές κυβερνήσεων και ηγεσίας στο ΥΠΕΝ προκάλεσαν σοβαρές καθυστερήσεις, οι οποίες ήρθαν να προστεθούν στη βραδυκίνητη γραφειοκρατία των διοικητικών υπηρεσιών, που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν με την αναγκαία ταχύτητα στα στάδια των διαγωνιστικών διαδικασιών». Είναι αξιοσημείωτο ότι οι συμβαλλόμενοι με το ελληνικό δημόσιο πληρώθηκαν κανονικά για τα προγράμματα και τα υποέργα που ανέλαβαν, παρότι στο τέλος το ελληνικό δημόσιο δεν κατάφερε να αποκτήσει τα απαραίτητα επιστημονικά δεδομένα.
Η ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας
Οι συχνές εναλλαγές κυβερνήσεων που έφερε η οικονομική κρίση και η αποδυνάμωση του δικομματισμού δεν άφησαν ανεπηρέαστο το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, την ηγεσία του οποίου ανέλαβαν, την περίοδο 2011-2013, τα εξής πέντε πολιτικά πρόσωπα:
- Τίνα Μπιρμπίλη, από 7/10/2009 έως 17/6/2011 (κυβέρνηση Παπανδρέου)
- Γιώργος Παπακωνσταντίνου, από 17/6/20011 έως 11/11/2011 (κυβέρνηση Παπανδρέου)
- Γιώργος Παπακωνσταντίνου, από 11/11/2011 έως 17/5/2012 (κυβέρνηση Παπαδήμου)
- Γρηγόριος Τσάλτας, από 17/5/2012 έως 21/6/2012 (υπηρεσιακή κυβέρνηση Πικραμμένου)
- Ευάγγελος Λιβιεράτος, από 21/6/2012 έως 25/6/2013 (κυβέρνηση Σαμαρά)
- Γιάννης Μανιάτης, από 25/6/2013 έως 17/1/2015 (κυβέρνηση Σαμαρά)
|
Αδυναμία ουσιαστικής προστασίας του δικτύου Natura
Εξαιτίας των καθυστερήσεων, οι επιστήμονες έκαναν τελικά επιτόπια έρευνα μόνο το 2015 και έτσι συγκέντρωσαν δεδομένα μόνο για μία χρονιά. Μάλιστα, καθώς το έργο είχε ενταχθεί στο ΕΣΠΑ 2007-2013, με βάση την κοινοτική νομοθεσία έπρεπε να ολοκληρωθεί το αργότερο έως το 2015, για να πληρωθούν οι συμβαλλόμενοι με το ελληνικό δημόσιο, με αποτέλεσμα η ολοκλήρωσή του να γίνει βιαστικά. «Οι επιστήμονες πήγαν σε όλες τις περιοχές. Ωστόσο, τα παραδοτέα στοιχεία που λάβαμε είναι με την αίρεση σοβαρών επιφυλάξεων, αφού οι ειδικοί δεν μπόρεσαν να συλλέξουν στοιχεία για χρονικό διάστημα που θα μας επέτρεπε να είμαστε σίγουροι για τα δεδομένα», είπαν στο inside story πηγές με καλή γνώση του θέματος. Αυτό είχε σαν συνέπεια την αδυναμία των ελληνικών Αρχών να θεσπίσουν στόχους διατήρησης και διαχειριστικά μέτρα για την προστασία των ειδών και των οικοτόπων. «Οι ελληνικές Αρχές δεν θα μπορούσαν να θέσουν στόχους διατήρησης, έχοντας μεγάλη επιστημονική αβεβαιότητα, καθώς αυτοί θα ήταν δεσμευτικοί, γεγονός που μπορεί να επέφερε περιορισμούς σε έργα ανάπτυξης σε αυτές τις περιοχές, χωρίς να υπάρχει πραγματικός λόγος», ανέφεραν οι ίδιες πηγές.
Καφέ αρκούδες ξυπνούν μετά από χειμερία νάρκη στο καταφύγιο του Αρκτούρου στο Νυμφαίο Φλώρινας. [Κ. Τσακαλίδης/Αρχείο Αρκτούρος/Eurokinissi]
Επιπλέον, η θέσπιση στόχων διατήρησης και διαχειριστικών μέτρων χωρίς την ύπαρξη επαρκών δεδομένων ίσως οδηγούσε σε ακόμα πιο δυσάρεστες επιπτώσεις για την Ελλάδα. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, αν τα ελλιπή –στο διάστημα συλλογής τους– δεδομένα έδειχναν ότι σε μία περιοχή του δικτύου Natura 2000 διαβιούν επτά αρκούδες, ο κατώτατος στόχος διατήρησης που θα μπορούσε να θέσει η Ελλάδα θα ήταν να παραμείνει ο πληθυσμός τους στα ίδια επίπεδα, δηλαδή επτά. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση μπορεί ο πραγματικός αριθμός τους να ήταν μικρότερος, για παράδειγμα τρεις, με αποτέλεσμα, όταν πραγματοποιούνταν νέα συλλογή επιστημονικών δεδομένων μετά από έξι χρόνια, να επιβληθεί χρηματικό πρόστιμο στην Αθήνα εξαιτίας της υποτιθέμενης μη επαρκούς προστασίας και μείωσης των ατόμων αρκούδας, συμπέρασμα ωστόσο που δεν θα ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.
Η Κομισιόν καλεί, η Αθήνα δεν απαντά
Κατά το διάστημα μη συμμόρφωσης της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, η Κομισιόν ζητούσε επανειλημμένως από την Αθήνα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Τον Φεβρουάριο του 2015 έστειλε προειδοποιητική επιστολή, ενώ τον Φεβρουάριο του 2016, όταν αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας ήταν ο Σωκράτης Φάμελλος, ακολούθησε αιτιολογημένη γνώμη, στην οποία η Επιτροπή ανέφερε ότι η χώρα «δεν έχει καθορίσει τις απαιτούμενες προτεραιότητες, ούτε έχει θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα διατήρησης για τους τόπους αυτούς», συμπληρώνοντας ότι «η σημαντική αυτή απόκλιση όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις βασικές υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία για τους οικοτόπους δεν επιτρέπει την ορθή προστασία και διαχείριση των τόπων και συνιστά μείζονα απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και τη συνοχή του δικτύου Natura 2000 στο σύνολό του». Η Ελλάδα είχε προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσει, ωστόσο δεν το έκανε.
Με την ίδια πολιτική ηγεσία στο υπουργείο Περιβάλλοντος, τον Μάρτιο του 2018 η Κομισιόν επανήλθε με νέα συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, όπου ανέφερε ότι ακόμα η χώρα «δεν έχει καθορίσει ούτε τις προτεραιότητες και τους στόχους διατήρησης, ούτε τα αναγκαία μέτρα διατήρησης» για τις περιοχές που έχουν ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000. Και με αυτή την αιτιολογημένη γνώμη η Επιτροπή έδινε στην Αθήνα προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσει, αναφέροντας ότι διαφορετικά μπορεί να αποφάσιζε να παραπέμψει την υπόθεση στο ΔΕΕ. Η Αθήνα δεν απάντησε ούτε αυτή τη φορά και τελικά παραπέμφθηκε στο ευρωπαϊκό δικαστήριο.
Τα βήματα που ακολουθούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί όταν τα κράτη-μέλη φέρονται να παραβιάζουν την κοινοτική νομοθεσία
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εντοπίζει πιθανές παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου με βάση δικές της έρευνες ή καταγγελίες από πολίτες, επιχειρήσεις ή άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Σε περίπτωση που το κράτος-μέλος δεν διορθώσει την εικαζόμενη παραβίαση της νομοθεσίας, η Κομισιόν μπορεί να κινήσει την επίσημη διαδικασία επί παραβάσει, που περιλαμβάνει τα εξής στάδια:
- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποστέλλει επίσημη επιστολή ζητώντας περισσότερες πληροφορίες από το συγκεκριμένο κράτος μέλος, το οποίο με τη σειρά του πρέπει να αποστείλει αιτιολογημένη απάντηση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, συνήθως δύο μηνών.
- Εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κράτος-μέλος αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, έχει δικαίωμα να διαβιβάσει αιτιολογημένη γνώμη, δηλαδή ένα επίσημο αίτημα συμμόρφωσης στο κοινοτικό δίκαιο. Η Κομισιόν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το κράτος-μέλος παραβιάζει το δίκαιο της ΕΕ, καλώντας το να την ενημερώσει σχετικά με τα μέτρα που έλαβε εντός ορισμένης προθεσμίας, συνήθως δύο μηνών.
- Αν το κράτος-μέλος εξακολουθεί να μην συμμορφώνεται, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο της ΕΕ. Οι περισσότερες περιπτώσεις επιλύονται χωρίς να χρειαστεί η προσφυγή στο Δικαστήριο.
- Εάν το κράτος-μέλος δεν κοινοποιήσει μέτρα έγκαιρης εφαρμογής των διατάξεων μιας οδηγίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο την επιβολή κυρώσεων.
- Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι το κράτος-μέλος έχει παραβιάσει το δίκαιο της ΕΕ, οι εθνικές αρχές πρέπει να λάβουν μέτρα για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.
Εάν, παρά την απόφαση του Δικαστηρίου, το κράτος-μέλος εξακολουθεί να μην επανορθώνει την κατάσταση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να το παραπέμψει εκ νέου στο Δικαστήριο, αυτή τη φορά προτείνοντας την επιβολή οικονομικών κυρώσεων, οι οποίες συνίστανται σε ένα κατ’ αποκοπή ποσό ή και μια ημερήσια αποζημίωση. Το ποσό που προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να τροποποιηθεί στην απόφαση του Δικαστηρίου.
|
Τον Μάρτιο του 2019, στο πλαίσιο των διμερών διαλόγων για το φυσικό περιβάλλον μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών-μελών, εκπρόσωποι της Κομισιόν επισκέφτηκαν την Αθήνα και σε συνάντηση που είχαν με ανθρώπους από το ΥΠΕΝ ενημέρωσαν την ελληνική πλευρά ότι «είστε κοντά στο δικαστήριο». Όταν η τελευταία εξήγησε τους λόγους των καθυστερήσεων, η Κομισιόν συμβούλευσε την Αθήνα να προχωρήσει σε μία βηματική προσέγγιση –«multistep approach» ήταν ο όρος που χρησιμοποίησαν– σύμφωνα με την οποία οι ελληνικές Αρχές μπορούν και πρέπει να θέσουν στόχους διατήρησης και να λάβουν μέτρα διαχείρισης για όσα προστατευόμενα είδη, κατά την εκτίμησή τους, διαθέτουν επαρκή επιστημονικά στοιχεία (με μία επικαιροποίηση των όσων συγκεντρώθηκαν), προχωρώντας στη συνέχεια σε ανάλογα μέτρα για τα υπόλοιπα είδη, όταν αποκτήσουν τα επιστημονικά δεδομένα.
Πώς προστατεύονται σήμερα οι περιοχές Natura;
Προς το παρόν, το ελληνικό κράτος επιχειρεί να προστατεύσει τις περιοχές Natura με διάσπαρτες διατάξεις, που βρίσκονται σε διαφορετικά νομοθετήματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο νόμος 3937/2011 για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, ο οποίος θέτει μία σειρά από περιορισμούς στις δραστηριότητες εντός Natura, όπως είναι η απαγόρευση εγκατάστασης επικίνδυνων βιομηχανικών εγκαταστάσεων (της Οδηγίας 96/82/ΕΚ), η απαγόρευση εγκατάστασης βιομηχανικών εγκαταστάσεων υψηλής όχλησης, η αλιεία με δίχτυα τράτας, πεζότρατες και με παρόμοια δίχτυα πάνω από κοραλλιογενή ενδιαιτήματα, η απαγόρευση ιχθυοκαλλιεργειών σε λιβάδια ποσειδωνίας και η καταρχήν απαγόρευση τοποθέτησης διαφημιστικών πινακίδων. Ακόμη, αυτή η νομοθεσία προβλέπει περιορισμούς σε γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες, καθώς και στη δόμηση, αφού για τις περιοχές εκτός δόμησης που εμπίπτουν στις κατηγορίες των Ειδικών Ζωνών Διατήρησης ή των Ζωνών Ειδικής Προστασίας, η δόμηση επιτρέπεται μόνο για εκτάσεις άνω των 10.000 τετραγωνικών μέτρων, αντί των 4.000, που προβλέπει η γενική νομοθεσία. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ –που είναι δεσμευτική για κάθε κράτος-μέλος και έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τους εθνικούς νόμους– κάθε έργο και δραστηριότητα εντός του δικτύου Natura 2000 υπόκειται σε Δέουσα Εκτίμηση των Επιπτώσεων στα είδη και τους οικοτόπους μέσα από τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Υπάρχει, δηλαδή, ένα αυστηρότερο πλαίσιο για τα έργα και τις δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα εντός του δικτύου.
Η έβενος του Sibthorp είναι σπάνιο είδος φυτού, ενδημικό της Νοτιοανατολικής Ελλάδας.
Από το ρεπορτάζ του inside story προκύπτει ακόμα ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η σύνταξη Προεδρικών Διαταγμάτων –μέσα από ένα έργο του ΥΠΕΝ, χρηματοδοτούμενο από το τρέχον ΕΣΠΑ και ύψους 17,5 εκατ. ευρώ– που θα καθορίζουν τους όρους χρήσης, δηλαδή το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται σε κάθε μία από τις περιοχές Natura. Πέρα από την έκδοση των ΠΔ, τα οποία αναμένεται να συγκεντρώσουν σε μία ειδική νομοθεσία όλα τα μέτρα για την προστασία των περιοχών Natura, το εν λόγω έργο προβλέπει και την εκπόνηση σχεδίων διαχείρισης για τη θέσπιση μέτρων διατήρησης. Ωστόσο, εδώ ανακύπτει το ερώτημα πώς θα συνταχθούν τα σχέδια διαχείρισης, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η συλλογή των επιστημονικών δεδομένων, που βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.
Τι θα συμβεί όταν η Ελλάδα κληθεί από το ΔΕΕ
Πηγές με καλή γνώση της επικοινωνίας μεταξύ Βρυξελλών και Αθήνας είπαν στο inside story ότι η Ελλάδα ενώπιον του ΔΕΕ θα αναπτύξει την επιχειρηματολογία της υιοθέτησης της βηματικής προσέγγισης, καθώς έχουν ήδη γίνει ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ σχεδιάζει να πραγματοποιήσει εκ νέου μελέτες για τη συγκέντρωση των δεδομένων που δεν συνελέγησαν στο προηγούμενο πρόγραμμα, εντάσσοντάς το ξανά στο ΕΣΠΑ, αυτή τη φορά στην προγραμματική περίοδο 2014-2020.
Σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, εάν το ΔΕΕ κρίνει ότι η Ελλάδα έχει παραβιάσει την κοινοτική νομοθεσία για τις περιοχές Natura 2000, θα ζητήσει από τις εθνικές αρχές να λάβουν μέτρα συμμόρφωσης. Από το ρεπορτάζ προκύπτει ότι η Αθήνα πολύ δύσκολα θα αποφύγει αυτή την πρώτη «καταδίκη» από το ΔΕΕ. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι σε αυτήν την πρώτη παραπομπή η χώρα δεν κινδυνεύει από πρόστιμο. Αντίθετα τα πράγματα θα γίνουν δυσκολότερα, αν παρά την απόφαση του Δικαστηρίου, η Ελλάδα εξακολουθήσει να παραβιάζει την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Είναι αξιοσημείωτο ότι μεταξύ των κριτηρίων για την επιμέτρηση ενός πιθανού προστίμου βρίσκονται η σπουδαιότητα των κανόνων που παραβιάστηκαν, οι συνέπειες της παραβίασης στα γενικά και ειδικά συμφέροντα, καθώς και η περίοδος μη εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Από το παραπάνω ιστορικό της υπόθεσης προκύπτει ότι αμφότερα τα κριτήρια θα είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικά για την ελληνική πλευρά, αν η Ελλάδα οδηγηθεί για δεύτερη φορά ενώπιον του ΔΕΕ.
Η μεγάλη εικόνα από την παραπομπή της Ελλάδας στο ΔΕΕ είναι η πεισματική άρνηση των ελληνικών Αρχών να αξιοποιήσουν την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και νομοθεσία για την προστασία μερικών από τις πλουσιότερες περιβαλλοντικά περιοχές της χώρας, οι οποίες, χάρη στη χλωρίδα και την πανίδα τους, πέρα από την αυταξία τους, συμβάλλουν και στην ενίσχυση του τουρισμού και την ανάπτυξη της οικονομίας. Λεφτά υπάρχουν, τεχνογνωσία υπάρχει, κατά τη συνήθη πρακτική λείπει, τουλάχιστον μέχρι τώρα, η πολιτική βούληση.