Αποτέφρωση απορριμμάτων-Σενάριο που δρομολογούν οι ''εθνικοί εργολάβοι'' και υλοποιεί το ΥΠΕΝ
Η ιδέα της καύσης απορριμμάτων γεννήθηκε στη Γερμανία, ένα βιομηχανικό κράτος. Το πρόβλημα όμως σύντομα παρουσιάστηκε: η καύση δεν ήταν εύκολη και η ύπαρξη πλαστικών υλικών κάθε είδους, χρωμάτων, υπολειμμάτων λαδιών κλπ παράγει καυσαέρια πολύ επικίνδυνα για την υγεία και το σύνολο του φυσικού κόσμου.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν όργανα που να μπορούν να μετράνε συνέχεια την περιεκτικότητα σε διοξίνες και φουράνια. Πρέπει να γίνει ειδική δειγματοληψία από ειδικό συνεργείο με ειδικά εργαλεία και χημικά αντιδραστήρια, σε ειδικά εργαστήρια (στην Ελλάδα δεν έχουμε ακόμη) ώστε να εξαχθούν αποτελέσματα μετά από 15 μέρες. Το κόστος; Γύρω στα 4000 ευρώ το δείγμα (!!!) Οι Γερμανοί γρήγορα κατανόησαν ότι η μαζική συλλογή των απορριμμάτων και η επεξεργασία τους ώστε να καούν είναι ασύμφορη και κατέληξαν ως μοναδικό τρόπο διαχείρισης των απορριμμάτων την πλήρη διαλογή στην πηγή (στο σπίτι, στο κατάστημα) και την συγκέντρωση των καθαρών υλικών σε βιομηχανικές μονάδες που τα χρησιμοποιούν σαν πρώτη ύλη. Με την επιτυχία αυτής της πολιτικής στις εγκαταστάσεις καύσης πηγαίνανε μόνο αποφάγια που έχουν μέσα τους 90% νερό και θερμική αξία μηδαμινή[1]. Έτσι εργοστάσια καύσης έκλεισαν, γιατί δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις προδιαγραφές [2].
Η καύση αποβλήτων είναι ασύμβατη με την οικολογική οπτική της διαχείρισης των απορριμμάτων. Ορατός είναι ο κίνδυνος ρύπανσης της ατμόσφαιρας. Παρά τα ακριβά συστήματα και τα αυστηρά όρια, οι διοξίνες δε μηδενίζονται, αλλά απλά περιορίζονται. Τα επεισόδια ρύπανσης και οι αστοχίες είναι συχνές. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ζήτημα της θέσπισης ομοιόμορφης διαδικασίας προσδιορισμού αυτών των εκπομπών παραμένει άλυτο ανάμεσα σε κράτη μέλη της ΕΕ. Είναι αδιανόητο να αποδεχτούμε τη μέτρηση εκπομπών ουσιών αυτής της επικινδυνότητας μόλις μία - δύο φορές το χρόνο.
Η τέφρα που δεσμεύεται στα φίλτρα των μονάδων καύσης και η τέφρα που παραμένει μετά από την καύση περιέχουν πολυάριθμες επικίνδυνες χημικές ουσίες, όπως διοξίνες και βαρέα μέταλλα. Παρά τη βέβαιη τοξικότητα των τεφρών, δεν υπάρχει κανένα όριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λόγω της μόλυνσής τους, η διάθεση των τεφρών αποτεφρωτήρων παρουσιάζει σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα, καθώς η πλειοψηφία της οδηγείται σε υγειονομική ταφή κάτι που μπορεί να οδηγήσει στη μόλυνση του υπεδάφους και του υδροφόρου ορίζοντα [3].
Επιλογικά, η καύση αποβλήτων απορρίπτεται από δεκάδες ανεξάρτητες περιβαλλοντικές μελέτες ως ακριβή, αναποτελεσματική και επικίνδυνη μέθοδος διαχείρισης απορριμμάτων. Σε παγκόσμιο επίπεδο, θεωρείται η σημαντικότερη πηγή έκλυσης επιβλαβών αερίων, ενώ ταυτόχρονα ευθύνεται για ένα σημαντικό ποσοστό των εκλύσεων υδραργύρου στο περιβάλλον. Η δε σημερινή τεχνολογία δεν παρέχει τη δυνατότητα συνεχούς και αδιάλειπτης παρακολούθησης των συγκεντρώσεων των πιο τοξικών ρύπων. Οι όποιες μετρήσεις βασίζονται σε αμφίβολες μεθοδολογίες και υποβαθμίζουν το πραγματικό πρόβλημα. Ακόμη κι έτσι βέβαια, τα περισσότερα εργοστάσια καύσης αποβλήτων δεν μπορούν να ανταποκριθούν στους ισχύοντες κανονισμούς για τον έλεγχο της ρύπανσης. Από την άλλη, μία ολοκληρωμένη ανάλυση του κύκλου ζωής της τεχνολογίας αυτής, δείχνει ότι η καύση σπαταλά περισσότερη ενέργεια απ’ αυτήν που παράγεται [5].